Θέατρο-«“Όσα η καρδιά μου στην καταιγίδα” από την ομάδα Bijoux de Kant στο Θέατρο Τέχνης» του Κωνσταντίνου Μπούρα

2016-03-10 18:51
«“Όσα η καρδιά μου στην καταιγίδα” από την ομάδα Bijoux de Kant στο Θέατρο Τέχνης» του Κωνσταντίνου Μπούρα


Η μεγάλη συμβολή του Κάρολου Κουν και του πνευματικού του τέκνου, του Θεάτρου Τέχνης, στα πνευματικά πράγματα της βαλκανικής Ελλάδας ήταν ακριβώς η ποιητική διάσταση της σκηνικής του γραφής και διδασκαλίας. «Από σκηνής διδάσκαλος» ενέπνευσε ήθος, ευρυμάθεια, ανεκτικότητα, ακάματη ερευνητικότητα, θεατρική χρηστοήθεια, αρχαιοελληνική οργασμικότητα, διονυσιακή διεισδυτικότητα, απολλώνια αίσθηση του μέτρου… Και άλλα πολλά, άτινα το πενιχρό μου λεξιλόγιο κι η περιορισμένη γλωσσοπλαστική μου δεινότητα δεν δύνανται να εκφράσουν στα στενά σύνορα του γραπτού λόγου. Γιατί το θέατρο είναι κυρίως σωματικός κώδικας, ειδικά όταν είναι ποιητικό. Τα τελευταία διακόσια χρόνια, μετά τον Ρομαντισμό και το Κίνημα «Sturm und Drang», έχουμε παρεξηγήσει κάπως την έννοια του κλασικισμού, του ιδεαλισμού, του ρασιοναλισμού (ή νοησιαρχίας). Θεωρούμε ότι κάθε τι πνευματικό είναι άυλο, φάσμα και είδωλο, προερχόμενο κι επιστρέφον εις άλλας διαστάσεις. Ματαίως ο φιλόσοφος Νίτσε αναζήτησε στην αρχαία τραγωδία τη σύζευξη απολλώνιου και διονυσιακού στοιχείου. Κατέληξε να γονατίσει μπροστά από ένα τραυματισμένο άλογο και να το φιλήσει στη μούρη. Με αυτή του την θεατρική πόζα, ολόκληρη η Χριστιανική Ευρώπη γονάτισε μπροστά στην άλογη θεοκρατική Ανατολή και το ανθρώπινο μέτρο, αποκλειστική έγνοια του Ελληνικού Πνεύματος κυλίστηκε στη λάσπη του σαδομαζοχισμού και της ακάματης εξιδανίκευσης των πλέον ταπεινών, ζωωδών και χθονίων ενστίκτων. Ειδικά, στα χρόνια της περίφημης Κρίσης (τους), η κρίση αξιών και η πνευματική ένδεια φάνηκε ακόμα πιο φριχτή κάτω από το ξυσμένο πλέον λούστρο της ψευδαισθητικής και παραισθητικής, ανάλγητης και παυσίπονης, παυσίλυπης και οπισθοδρομικής «Κοινωνίας της Αφθονίας». Η υπεράντληση των φυσικών πόρων του πανέμορφου πλανήτη μας, η υποθήκευση του μέλλοντος γενεών που δεν έχουν ακόμα γεννηθεί, η αποψίλωση εκείνων που έχουν ήδη έρθει για να μας διαδεχθούν, όλ’ αυτά δημιουργούν ένα ζοφερό περιβάλλον, όπου η Τέχνη δεν φαντάζει πλέον διαφυγή, αλλά μια άχρηστη (αν όχι κι επικίνδυνη – για τους πάσης φύσεως φασίστες) πολυτέλεια. «Λεπτομέρειες», θα μου πείτε. «Τι τα θέλεις και τα ψιλοκοσκινίζεις;». Μα αυτή είναι η δουλειά του πνευματικού ανθρώπου σε δύσκολους καιρούς: να εγρηγορεί… Αυτό είναι όλο. Και πέραν αυτού ουδέν. Επί του προκειμένου τώρα.

Το έργο, ποιητικό και ποιοτικό, Κονδυλάκης, διασκευασμένος από τον δοκιμασμένο κι εξαιρετικό Άκη Δήμου, ηθοποιοί μετρημένοι και συνεπείς, ενορχηστρωμένοι από τον σεμνό σκηνοθέτη, στα βήματα βεβαίως του Καρόλου Κουν, που στοιχειώνει τον χώρο.

Είχα την Τύχη από την πρώτη Γυμνασίου σχεδόν να παρακολουθήσω τις παραστάσεις του Καρόλου Κουν στο Θέατρο Τέχνης. Εκεί ήταν που μου μπήκε το μικρόβιο της αντίληψης του Κόσμου ως μιας τεράστιας κι εν τούτοις περιορισμένης Σκηνής. Εκείνο που ξεχώριζε τις παραστάσεις του Θεάτρου Τέχνης από τις αντίστοιχες του Εθνικού, του Αμφιθεάτρου και άλλων ελευθέρων θεάτρων ήταν ακριβώς αυτή η έγνοια για την ποιητικότητα, η αναδίφηση και γεωτρητική διεισδυτικότητα αγνώστων κι ανεξερεύνητων ακόμα εδαφών του Συλλογικού Ασυνείδητου, ακόμα κι αυτής ταύτης της Συλλογικής Συνειδητότητος. Ήξερες ότι αν κατέβαινες απρογραμμάτιστα στο Υπόγειο, θα έβλεπες κάτι που θα έκανε την ψυχούλα σου να πεταρίσει, να αναψυχθεί και να πετάξει σε άλλους ουρανούς, στο χρώμα του …Σολωμού.

Έτσι κι εγώ, σαν από συνήθεια παλιά, πήγα στο Θέατρο Τέχνης της Φρυνίχου, συνοδευόμενος από την καλή και πιστή μου φίλη –μέσα στα χρόνια– Δανάη Ποταμιάνου, χωρίς να της πω –γιατί δεν ήξερα– τι θα δούμε. Καθίσαμε ήσυχα και φρόνιμα στην πρώτη σειρά και παρακολουθήσαμε τη συναρμολόγηση του σκηνικού εμπρός μας, πριν αρχίσει η κυρίως παράσταση, ενώ η τραγουδίστρια Τάνια Τσανακλίδου καθόταν ήσυχα και όμορφα δεξιά, σα να επρόκειτο να παρακολουθήσει κι αυτή την παράσταση.

Όταν έσβησαν –επιτέλους– τα φώτα πλατείας κι άρχισε η κυρίως παράσταση, ένιωσα, προς μεγάλην μου έκπληξιν, να με διαπερνά το ίδιο ρίγος, σα να ήταν εκεί ο Μεγάλος Δάσκαλος και να ελέγχει τα πάντα πίσω από τα χοντρά μυωπικά γυαλιά του, για το καλό όλων. Αφού ήταν «όλοι τους παιδιά του» κι ένιωθες ότι αυτός ο Κολοσσός δεν είχε νεανική ηλικία. Είχε γεννηθεί εξαρχής γέρων σοφός, όσο κι αν γελούσε με τη συγκρατημένη επιφύλαξη του ποντικιού [ας μου συγχωρεθεί η βέβηλη αυτή παρομοίωση].

Το έργο, ποιητικό και ποιοτικό, Κονδυλάκης, διασκευασμένος από τον δοκιμασμένο κι εξαιρετικό Άκη Δήμου, ηθοποιοί μετρημένοι και συνεπείς, ενορχηστρωμένοι από τον σεμνό σκηνοθέτη, στα βήματα βεβαίως του Καρόλου Κουν, που στοιχειώνει τον χώρο, σκηνικά και κοστούμια διαχρονικά αλλά και ηθογραφικά, μουσική φωνητική, ελληνικά μεσογειακή και μόνον οι φωτισμοί είχαν κάτι από τον Γερμανικό Εξπρεσιονισμό, που είχε εξάλλου επηρεάσει τον ιδρυτή του Θεάτρου Τέχνης.

«“Όσα η καρδιά μου στην καταιγίδα” από την ομάδα Bijoux de Kant στο Θέατρο Τέχνης»

Η νιότη, η αδάμαστη σεξουαλικότητα με την ακάματη επιμονή να υπερβεί απαξάπαντα τα κοινωνικά στεγανά είναι το θέμα της νουβέλας Η Πρώτη Αγάπη (1919) δια χειρός Ιωάννη Κονδυλάκη. Η ιερά ενέργεια της κουνταλίνι και η ανεκτικότητα απέναντι στις αιρετικές ερωτικές επιλογές, έτσι όπως συγκρούονται με την ανατριχιαστικά αιμομεικτική κι ειδωλολατρικά εξιδανικευτική ερωτ-αγάπη της Μάνας, χήρας και στερημένης, ευνουχιστικής κι ευνουχισμένης, αυτό είναι το σύγχρονο θέμα που αφορά την παγκοσμιοποιημένη πλέον και πολυεθνική κοινωνία μας, έτσι όπως την αντιλαμβάνεται, την κρίνει και την επικρίνει, αλλά την αποδέχεται μέσα στην πολυπολιτισμική συγχρονικότητά της ο συγγραφέας Άκης Δήμου.

Ο σκηνοθέτης Γιάννης Σκουρλέτης επέτυχε έναν άθλο, καινοφανή και ηρακλείτειο: να μην φανεί πίσω από την υφαντική του, το χειροτέχνημά του δεν έφερε φαρδιά-πλατιά την υπογραφή του. Ορθώς. Το θέμα δεν είναι οι σκηνοθετισμοί και η τόνωσις του υπερτροφικού εγώ των σκηνοθετών που μιμούνται στους μεταπολεμικούς προδρόμους τους. Όχι, αυτό δεν αφορά πια τον θεατή. Τέρμα τα είδωλα. Ας καταρρίψουμε ψευδείς ανδριάντες. Ας αποδομήσουμε το ιεροπρεπές, το οποίο ουδέν τελετουργικόν και θείον ενέχει. Η μετάδοσις του κοινωνούμενου νοήματος και η ψυχοσωματική διέγερσις του συνδημιουργού θεατή είναι σημαντικότερα από το αυτολιβάνισμα του σκηνοθέτη. Αλλιώς, όπως λέει ο σαιξπηρικός Άμλετ στους θεατρίνους (κάτι θα ήξερε κι αυτός από αμετροεπείς στο ελισαβετιανό θέατρο) «καλύτερα να δώσετε τα λόγια σας να τα πει ο δημόσιος ντελάλης».

Οι ηθοποιοί ορθώς δεν ξεχώρισαν. Ούτε η σταρ Τάνια Τσανακλίδου, ούτε ο τηλεοπτικός σταρ (απ’ ό,τι με ενημέρωσε η συνοδός μου – γιατί εγώ τηλεόραση δεν βλέπω). Όλοι ήσυχοι, φρόνιμοι, πειθαρχημένοι, συν-πρωταγωνιστές, αλληλέγγυοι. Εύγε. Αυτό είναι το ήθος του Θεάτρου Τέχνης. Όποιος ξεχώριζε υπερφίαλα έθετε εαυτόν εκτός ορίων του μυσταγωγικού, μυθικού πλέον Υπογείου. Εκτός από τους ηθικούς, τους αισθαντικούς, τους ανιδιοτελείς, τους αυτοθυσιαστικούς… Μας έχει λείψει αυτή η «Σχολή», σήμερα που ο κάθε ένας αυτοδοξάζεται ή νομίζει ότι αυτοπροβάλλεται τόσο άκοπα, αβρόχοις ποσίν. Δεν είναι το «εγώ» που μας νοιάζει τώρα, αλλά το «εμείς». Ο εβραϊκής καταγωγής Κάρολος Κουν, περισσότερο Έλληνας κι από τους ακραιφνείς, διαθέτων αρχαιοελληνικήν και παγκόσμιον Παιδείαν, μας κατέδειξε με το παράδειγμά του τη σημασία της ομαδικής δουλειάς, υπό την μπαγκέτα ενός ενορχηστρωτή βεβαίως. Κάτι που απέτυχαν να μιμηθούν ορθώς οι σκηνοθέτες των μεταγενέστερων γενεών ούτε καν οι επίγονοί του… Ουδείς, λέω ουδείς, δημιούργησε Σχολή μετά τον Κάρολο Κουν. Θα μείνει μοναχικό μετέωρο χωρίς σκιά στο σύγχρονο νεοελληνικό θέατρο. Οι επόμενοι που φιλοδόξησαν να τον αντιγράψουν και να κοπιάρουν τη δόξα του μένοντας στην Ιστορία δεν αφήνουν πίσω τους πρωτογενές έργο αλλά εισαγόμενες, αντιπροσωπείες μεταμοντέρνων αποδομήσεων Δυτικού αντινοησιαρχικού τύπου. Λειτούργησαν δηλαδή κάπως σαν ντίλερ πολυεθνικών δήθεν πνευματικών σκευασμάτων, που είναι το ίδιο ανθυγιεινά κι απάνθρωπα με τα συσκευασμένα βιομηχανοποιημένα τρόφιμα. Ελάχιστες εξαιρέσεις στον κανόνα: Σπύρος Ευαγγελάτος, Ρούλα Πατεράκη, Μιχαήλ Μαρμαρινός, Νίκος Διαμαντής, Βασίλης Παπαβασιλείου, Δημήτρης Παπαϊωάννου, Δημήτρης Παπαδημητρίου… και μερικά ακόμα (μετρημένα στα δάχτυλα των δύο χειρών) ονόματα.

Γυρίζοντας πίσω στην υποδειγματική (κατ’ εμέ και στην πενηντάχρονη αισθητική μου) παράσταση, θα επιθυμούσα να βλέπω ολοένα και πιο συχνά τόσον ποιοτικές ποιητικές θεατρικές δουλειές κι όχι αναμασήματα σκληρότητας και παραλογισμού. Βρίθει αυτών η πραγματικότης. Δεν χρειάζεται να πηγαίνουμε και στο θέατρο για να τα λουζόμαστε, αχώνευτα κι αμάσητα, δίκην κάποιας θολής και δυσεξιχνίαστης μεταμοντέρνας «πρωτοπορίας».

«“Όσα η καρδιά μου στην καταιγίδα” από την ομάδα Bijoux de Kant στο Θέατρο Τέχνης»

Συντελεστές
Κείμενο: Άκης Δήμου
Σκηνοθεσία: Γιάννης Σκουρλέτης
Μουσική: Κώστας Δαλακούρας
Βοηθός σκηνοθέτης: Ηλέκτρα Ελληνικιώτη
Σκηνική εγκατάσταση: Ανδρέας Κασάπης
Κοστούμια: Δήμητρα Λιάκουρα
Φωτισμοί: Χριστίνα Θανάσουλα
ARTWORK: Κωνσταντίνος Σκουρλέτης
Βίντεο: Βασίλης Κεκάτος – Artώ
Φωτογραφίες: Μυρτώ Αποστολίδου
Κρητικές λύρες: Παντελής Σταυρακάκης
Ερμηνεύουν: Τάνια Τσανακλίδου, Λένα Δροσάκη, Γιάννης Παπαδόπουλος, Νικόλας Αγγελής.

Παραστάσεις έως 13 Μαρτίου
Πέμπτη, Παρασκευή, Σάββατο στις 21.15 & Κυριακή στις 19.00

Τιμές εισιτηρίων:
Πέμπτη: 10 € γενική είσοδος
Παρασκευή 15€ | 10€ (μειωμένο ) | 5€ (άνεργοι)
Σάββατο 18 € | 12€ (μειωμένο) | 5€ (άνεργοι)
Κυριακή 16 € | 12€ (μειωμένο ) | 5€ (άνεργοι)

Θέατρο Τέχνης, Φρυνίχου 14, Πλάκα
τηλέφωνα ταμείου: 2103222464 & 2103236732
website