Θέατρο-«Ο κατά Γεώργιο Μόρμορη “Αμύντας” του Τάσσο: Από το κείμενο στην παράσταση» του Κώστα Καρασαββίδη

2016-07-13 12:28
«Ο κατά Γεώργιο Μόρμορη “Αμύντας” του Τάσσο: Από το κείμενο στην παράσταση» του Κώστα Καρασαββίδη


«Είναι δυνατόν να είχε παρασταθεί στη σκηνή ο Αμύντας των Τάσσο/Μόρμορη στα χρόνια που γράφτηκε ή και λίγο αργότερα; […] Μπορώ ρητά να απαντήσω: όχι. […] Μπορεί το κείμενο αυτό σήμερα να γίνει σκηνική πράξη, που να αφορά το σύγχρονο κοινό; Αυτή τη φορά η απάντησή μου είναι: ναι. Αδημονώ να κυκλοφορήσει η επιστημονική έκδοσή μου του κειμένου, για να ακολουθήσει η διασκευή μου, που θα συμπτύξει το αρχικό κείμενο κατά το ήμισυ περίπου, θα ομαλοποιήσει μέτρο και ρίμα, θα επέμβει σε συντακτικώς “θολά” χωρία κι έτσι θα μας εμφανίσει ένα κείμενο κατάλληλο για μια σύγχρονη παράσταση. Το χιούμορ –όχι η παρωδία– είναι απαραίτητο στοιχείο, κατά τη γνώμη μου, για να ζωντανέψει αυτό το ενδιαφέρον, αλλά “εν ύπνω”, κείμενο. […] Η παράσταση ελπίζω ότι θα “ζωντανέψει” άλλον έναν άγνωστο στο κοινό –αλλά και στους φιλολόγους– παλαιό δημιουργό της θεατρικής μας παράδοσης» (Γεώργιος Μόρμορης: Αμύντας του Τάσσου, Κριτική έκδοση, Εισαγωγή – Σχόλια – Γλωσσάριο: Σπύρος Ευαγγελάτος, Μ.Ι.Ε.Τ., Αθήνα 2012, σ. 57).

Με τα λόγια αυτά και εστιάζοντας σε τρία βασικά σημεία (κριτική έκδοση-διασκευή-παράσταση), ο ακαδημαϊκός και ομότιμος καθηγητής του Τμήματος Θεατρικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Αθηνών Σπύρος Α. Ευαγγελάτος μιλά το 2012 για την πορεία που εύχεται να έχει ο Αμύντας του Τορκουάτο Τάσσο στη διασκευή του Γεωργίου Μόρμορη. Σήμερα, τέσσερα χρόνια αργότερα, μπορούμε να κρίνουμε το κατά πόσο ήταν διορατικός ή όχι στις αρχικές του προβλέψεις καθώς, πέραν της κριτικής έκδοσης του έργου (Μ.Ι.Ε.Τ., 2012), διαθέτουμε και την εν λόγω διασκευή [Γεώργιος Μόρμορης: Αμύντας (1745). Ελεύθερη παράφραση από το ομώνυμο έργο του Torquato Tasso (1573), Δραματουργική προσαρμογή: Σπύρος Α. Ευαγγελάτος, Κάπα εκδοτική, Αθήνα 2016], όπως αυτή εκδόθηκε χάριν του σκηνικού ανεβάσματος του Αμύντα στο Ωδείο Ηρώδου του Αττικού (08.07.2016).

Η κριτική έκδοση του έργου: Μ.Ι.Ε.Τ., 2012

Η κριτική έκδοση του έργου: Μ.Ι.Ε.Τ., 2012
Το 1745 τυπώθηκε ανώνυμα στη Βενετία μια παράφραση της ποιμενικής κωμωδίας του Τορκουάτο Τάσσο Aminta. Ο Σπύρος Α. Ευαγγελάτος όχι μόνο καταθέτει στην παρούσα εκδοτική προσπάθεια την κριτική έκδοση του συγκεκριμένου κειμένου του 1745, αλλά ταυτόχρονα παραδίδει μαθήματα επιστημονικής έρευνας, καθώς στην εμπεριστατωμένη και επιστημονικά τεκμηριωμένη εισαγωγή παρουσιάζει με τρόπο εύληπτο τα αποτελέσματα της πολυετούς έρευνάς του πάνω στα έργα και τις ημέρες του συγγραφέα της παράφρασης αυτής. Ο μελετητής κατάφερε να εντοπίσει το όνομα του ανώνυμου συγγραφέα ως χειρόγραφη σημείωση σε ένα αντίτυπο του έργου που βρέθηκε στη βιβλιοθήκη της πόλης Μπέργκαμο στην Ιταλία. Χάρη σε αυτήν την ανακάλυψη, το έργο αποδόθηκε στον Γεώργιο Μόρμορη, έναν διαπρεπή Κυθήριο ιατροφιλόσοφο, τη ζωή του οποίου μας παρουσιάζει ο Ευαγγελάτος μέσα από την αρχειακή μελέτη που πραγματοποίησε ο ίδιος. Ταυτοχρόνως, παρουσιάζει με μεγάλη λεπτομέρεια τη σχέση της παράφρασης αυτής με το πρότυπό της: από τους 3.862 στίχους του έργου, οι 1.690 αποτελούν μετάφραση του προτύπου, 972 αποτελούν ελεύθερη ανάπλαση και πλατειασμούς βάσει του ιταλικού κειμένου και τέλος 1.200 στίχοι είναι πρωτότυπη δημιουργία του Μόρμορη. Η διπλάσια σχεδόν έκταση του έργου σε σχέση με εκείνην του Τάσσο συνεπάγεται ταυτόχρονα και αισθητικές αποκλίσεις από αυτό, καθώς πρόκειται κατ’ ουσίαν για μια ελεύθερη και χαλαρή απόδοση του Aminta. Το έργο μοιάζει επομένως να έχει τα χαρακτηριστικά μιας πρωτότυπης δημιουργίας, ως πρότυπο της οποίας χρησιμοποιήθηκε ο Aminta του Τάσσο.

Η γλώσσα του κειμένου αποτελεί μείξη της καθομιλουμένης της εποχής με επτανησιακά και λόγια στοιχεία, σε ομοιοκατάληκτους δεκαπεντασύλλαβους στίχους και λίγους ομοιοκατάληκτους οκτασύλλαβους. Δυστυχώς όμως το πρώιμο αυτό συγγραφικό πόνημα του Μόρμορη χαρακτηρίζεται από μιαν αδούλευτη ακόμη εξοικείωση με τη ρίμα, με αποτέλεσμα σε πολλές περιπτώσεις η ομοιοκαταληξία να είναι αφύσικη και οριακά να μπορούν να διαβαστούν οι στίχοι, ή σε άλλες περιπτώσεις να υπάρχει χασμωδία, ενώ και το νόημα ακόμη κάποιων στίχων καθίσταται ασαφές λόγω της χρήσης αδόκιμων συντάξεων. Παρά τις όποιες αστοχίες, όμως, το συγκεκριμένο έργο του Μόρμορη είναι ένας υπολογίσιμος κρίκος στη σύνθεση της πρώιμης ιστορίας του νεοελληνικού θεάτρου και κατά προέκταση της ίδιας της πνευματικής ζωής των Επτανήσων και της Ελλάδας. Η έκδοση, πέραν της εισαγωγής και του κειμένου, ολοκληρώνεται με σχόλια πάνω στα πέντε μέρη στα οποία διαιρείται το κείμενο, εκτενές γλωσσάριο, καθώς και ευρετήριο κύριων ονομάτων.

Η διασκευή του έργου: Κάπα εκδοτική, 2016

Στη δραματουργική προσαρμογή-διασκευή του έργου έχει επέλθει πρωτίστως μια σημαντική αριθμητική μείωση των στίχων του αρχικού κειμένου. Έχουν αφαιρεθεί οι δύο πρόλογοι (της Αφροδίτης που γυρεύει το γιο της, Έρωτα, και του Έρωτα μεταμφιεσμένου σε βοσκό), ενώ αρκετοί στίχοι έχουν μετατεθεί προκειμένου να μην υπάρχουν νοηματικά χάσματα. Ιδιαίτερες μεταβολές υπέστη το περιεχόμενο των χορικών του αρχικού κειμένου, με την ανάπτυξη νέων θεμάτων ώστε να συνδέονται πλέον, έστω και υποτυπωδώς, με την κυρίως δράση του έργου και να λειτουργούν ως ιντερμέδια. Επιπλέον, αντικαταστάθηκαν όσες λέξεις με κανέναν τρόπο δεν θα μπορούσαν να γίνουν σήμερα κατανοητές από το θεατή. Στο τέλος της έκδοσης υπάρχει σύντομο γλωσσάριο και δύο μελετήματα: «Το ποιμενικό δράμα και η Ιταλική Αναγέννηση», που αποτελεί απόσπασμα από το βιβλίο του Gilbert Highter Η κλασική παράδοση. Ελληνικές και ρωμαϊκές επιδράσεις στη λογοτεχνία της Δύσης (Μ.Ι.Ε.Τ., 2000), καθώς και σταχυολογημένα αποσπάσματα υπό τον τίτλο «Ο Γεώργιος Μόρμορης και ο Αμύντας», αντλημένα από την εισαγωγή του Ευαγγελάτου στην κριτική έκδοση του Αμύντα (Μ.Ι.Ε.Τ., 2012).

Με τη συγκεκριμένη διασκευή το έργο μπορεί να προσληφθεί ευκολότερα από ένα ευρύτερο αναγνωστικό κοινό, καθώς μια κριτική έκδοση απευθύνεται εκ των πραγμάτων σε έναν πιο ειδικό και επιστημονικά καταρτισμένο αναγνώστη.



Η διασκευή διαθέτει πολλές αρετές. Πρωτίστως, είναι περισσότερο κατανοητή σε σχέση με το πρωτότυπο κείμενο, όπου οι πλατειασμοί του συγγραφέα κάποιες φορές κουράζουν – ίσως και λόγω των περιπτώσεων μη επιτυχημένης ρίμας του κειμένου. Με τη συγκεκριμένη διασκευή το έργο μπορεί να προσληφθεί ευκολότερα από ένα ευρύτερο αναγνωστικό κοινό, καθώς μια κριτική έκδοση απευθύνεται εκ των πραγμάτων σε έναν πιο ειδικό και επιστημονικά καταρτισμένο αναγνώστη.

Η διασκευή του έργου: Κάπα εκδοτική, 2016

Η παράσταση: Ωδείο Ηρώδου του Αττικού, 08.07.2016

«Έτσι για την παράσταση του Αμύντα οργανώσαμε την εξέλιξή της σε διαφορετικές αισθητικές εκφράσεις: μπαρόκ, ροκοκό, ρομαντισμός, 20ός αιώνας και “πέρασμα” στον 21ο» (βλ. το σημείωμα του Σπύρου Ευαγγελάτου με τίτλο «Για την πανελλήνια πρώτη του Αμύντα» στην έκδοση της διασκευής).

Η σκηνοθετική πρόθεση μάς δίνεται από τον ίδιο τον Ευαγγελάτο στο εισαγωγικό σημείωμα που προτάσσεται της έκδοσης της διασκευής. Ωστόσο, η σκηνοθετική γραμμή που ακολούθησε στον Αμύντα δεν είναι καινούργια· είναι ίδια με αυτήν που για πρώτη φορά χρησιμοποίησε στους Επιτρέποντες του Μενάνδρου το 1980. Όπως στους Επιτρέποντες, έτσι και στον Αμύντα, κάθε μία σκηνή από τις πέντε του έργου σκηνοθετήθηκε σαν αυτοτελής εικόνα με τα δικά της σκηνογραφικά κυρίως χαρακτηριστικά. Με αφετηρία τον 17ο αιώνα και αξιοποιώντας στοιχεία της commedia dell’ arte, η αισθητική προσέγγιση πέρασε στον γαλλικό κλασικισμό του 18ου και την belle époque, για να καταλήξει σε δύο χαρακτηριστικές, κατά Ευαγγελάτο, σκηνές των δύο τελευταίων αιώνων. Αν όμως στους Επιτρέποντες η σκηνοθετική πρόθεση ήταν να τονιστεί η διαχρονικότητα της Νέας Κωμωδίας του Μενάνδρου από την αρχαία σκηνή έως τη σύγχρονη Ελλάδα, η εφαρμογή της ίδιας ιδέας στον Αμύντα δεν είχε το αναμενόμενο αποτέλεσμα. Όχι μόνο γιατί το σύνολο του θιάσου ακολουθούσε την ίδια ακριβώς ερμηνευτική γραμμή σε όλους τους προαναφερθέντες «σταθμούς», αλλά και λόγω της αμηχανίας μπροστά στην αιτιολόγηση της χρήσης του ευρήματος στο πλαίσιο της συγκεκριμένης παράστασης. Υπό συνθήκες, το εύρημα θα μπορούσε πράγματι να αναδείξει τον Αμύντα του Μόρμορη ως οργανικό κρίκο της ιστορίας του νεοελληνικού θεάτρου, όμως η κάπως επιφανειακή υποκριτική προσέγγιση και οι όχι πάντα επιτυχημένες ενδυματολογικές επιλογές μάς στέρησαν εντέλει τη δυνατότητα να βιώσουμε το εν λόγω έργο ως οικεία πολιτισμική αναφορά. Ιδίως τα γυναικεία κοστούμια του 19ου αιώνα, που μάλλον παρέπεμπαν στον αμερικανικό νότο, η γκανγκστερικής αισθητικής εικόνα που τα διαδέχτηκε, καθώς και η ‘90s ροκ μπάντα του φινάλε, απομάκρυναν τον θεατή από τις αρχικές αγαθές προθέσεις του δημιουργού και από το πολυπόθητο «πέρασμα στον 21ο αιώνα».

Με αφετηρία τον 17ο αιώνα και αξιοποιώντας στοιχεία της commedia dell’ arte, η αισθητική προσέγγιση πέρασε στον γαλλικό κλασικισμό του 18ου και την belle époque, για να καταλήξει σε δύο χαρακτηριστικές, κατά Ευαγγελάτο, σκηνές των δύο τελευταίων αιώνων.



Για να είμαστε δίκαιοι, ωστόσο, θα πρέπει να παραδεχτούμε ότι η μουσική διάσταση του ευρήματος υπήρξε πιο επιτυχημένη. Η σύνθεση των τεσσάρων χορικών/ιντερμέδιων του έργου από τον Γιάννη Αναστασόπουλο εντάχθηκε πολύ πιο οργανικά στη σκηνοθετική γραμμή της παράστασης και ακολούθησε πράγματι τις μουσικές περιόδους του μπαρόκ, ροκοκό, ρομαντισμού (με εκφραστικό μέσο την όπερα) και της σύγχρονης εποχής (με κυρίαρχο το τζαζ και το ροκ στοιχείο). Ιδιαίτερα καλός φωνητικά αποδείχτηκε ο Μάριος Σαραντίδης, με δυναμικό παράγοντα υπέρ του την επί σκηνής συνοδεία μικρού συνόλου αποτελούμενου από βιολί (Άκης Στρατουδάκης), φλάουτο (Στέφανος Χατζηαναγνώστου) και πιάνο (Έλενα Παπανικολάου).

Αναφορικά με τις ερμηνείες, ο Οδυσσέας Παπασπηλιόπουλος περιορίστηκε σε όλο το έργο σε χονδροειδές slapstick, εκφέροντας τα λόγια του με επιτηδευμένη μεγαλοπρέπεια, παρουσιάζοντας έναν μονοδιάστατο και οριακά καρτουνίστικο Αμύντα. Και η Σίλβια της Φαίης Ξυλά παρουσιάστηκε μονοδιάστατα χωρίς να αποδοθούν –ή έστω να υπονοηθούν– τα στοιχεία μιας ολοκληρωμένης προσωπικότητας σε μετάβαση, όπως απαιτούσε ο ρόλος που υποδυόταν. Κυρίαρχη στη σκηνή αναδείχτηκε η Βίκυ Βολιώτη, που έπλασε μια Δάφνη ανθρώπινη και ταυτόχρονα μυθική, κωμική και ταυτόχρονα δραματική, με υπέροχη άρθρωση και εκφορά, ανεπαίσθητες συναισθηματικές αλλαγές στο ηχόχρωμά της και προσεγμένες εκφράσεις, πάντοτε εντός των ορίων του μέτρου. Συνεπής στο ρόλο του υπήρξε και ο Θανάσης Κουρλαμπάς (Τίρσης), αλλά δυστυχώς υπερβολικοί ο Θανάσης Δήμου (Σάτυρος) και η Χριστιάννα Ματζουράνη (Νερίνη). Στα υπέρ της παράστασης ας αναφερθούν οι ερμηνείες του Θωμά Γκαγκά (Εργάστος) και του Γεράσιμου Σκαφίδα (Ελπίνος). Τα σκηνικά και τα κοστούμια της παράστασης υπέγραψε, πιστός στη γνώριμη λιτή γραμμή της δουλειάς του, ο Γιώργος Πάτσας.

Συνολική αποτίμηση

Η έκδοση και μόνο ενός άγνωστου εν πολλοίς θεατρικού κειμένου και μάλιστα σε δύο εκδοχές (κριτική έκδοση και διασκευή) αποτελεί από μόνη της σημαντικό γεγονός, που οφείλεται αποκλειστικά στον Σπύρο Α. Ευαγγελάτο. Ακόμη και το λιγότερο επιτυχημένο παραστασιακό γεγονός του Αμύντα έχει τη δική του σπουδαιότητα: είναι η πρώτη παράσταση του έργου από το 1745, και ίσως η μοναδική ευκαιρία του θεατρόφιλου κοινού αλλά και της θεατρολογικής κοινότητας να το παρακολουθήσει ανεβασμένο.

Πηγή : diastixo.gr