Θέατρο-«Για το “Ταξίδι το χειμώνα”» της Ανθούλας Δανιήλ

2015-12-03 17:51
«Για το “Ταξίδι το χειμώνα”» της Ανθούλας Δανιήλ


Στο Θέατρο Τέχνης του Καρόλου Κουν (στην οδό Φρυνίχου), εκεί που η θεατρική πράξη διακονήθηκε από τον μέγα δάσκαλο, εκεί παίχτηκε ένα έργο μουσικό με θεατρικό τρόπο. Πρόκειται για τον κύκλο τραγουδιών με τον τίτλο Winterreise, βασισμένα σε είκοσι τέσσερα ποιήματα του Wilhelm Müller και μελοποιημένα για φωνή και πιάνο από τον Franz Schubert. Το μουσικό έργο, ως δράμα, είναι έκπληξη. Στην τριπλή εκδοχή του –ποίημα, πιάνο, τραγούδι– προστίθεται άλλη μία εκδοχή, η κίνηση και, ακόμα μία, το βίντεο.

Το μουσικό έργο παρουσιάστηκε και στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών, στο Μέγαρο Μουσικής, με το σύνολο Kyklos Ensemble και διευθυντή τον «χαρισματικό Έλληνα αρχιμουσικό» Θεόδωρο Κουρεντζή. Η Μαρία Κοτοπούλη, που σχολιάζει τη συναυλία, γράφει ότι: «Ο συνθέτης, φορτισμένος από τα εσώτερα προβλήματά του […] αφαιρεί την ελπίδα και την αισιοδοξία του ποιητικού κειμένου, τουλάχιστον φαινομενικά», ότι πρόκειται για έναν «δραματικό μονόλογο» με «δραματικές εντάσεις και εξάρσεις» που έχουν προκληθεί από μια «τραυματική ερωτική απογοήτευση». Στο τέλος όμως η φύση θα τον γιατρέψει: «Θα οραματιστεί τον έρωτα, τα άνθη του χειμώνα και η μαγική μουσική του θα εκπέμψει βύθια χαρά!» (Διάστιχο, 28 Ιουλίου 2014).

Το θέμα των ποιημάτων συνοπτικά είναι: Ένας άντρας ταξιδεύει σε παγωμένα, χιονισμένα και σκοτεινά τοπία, κάτω από συννεφιασμένους και βαρύθυμους ουρανούς, μέσα σε μια άγρια ερημιά. Είναι μόνος και θρηνεί. Του λείπει η αγαπημένη του. Κάπου συναντά μια πινακίδα, η οποία ειδοποιεί πως δεν γυρίζει πίσω κανείς που πέρασε από εκεί. Ο δρόμος τον οδηγεί σ’ ένα νεκροταφείο. Εκεί θέλει να ξαπλώσει. Αναρωτιέται, γιατί επιλέγει μονοπάτια κρυφά και δρόμους που άλλοι αποφεύγουν και τα σκυλιά τον γαβγίζουν;

Αυτό εν ολίγοις είναι το περιεχόμενο των ποιημάτων που στο θέατρο αναδείχτηκε ως δρώμενο. Εν αρχή είναι ο χώρος. Αχανής και σκοτεινός. Υπερυψωμένος, σε σχέση με τον χώρο των θεατών. Μεγάλος και τετράγωνος. Προς τη δεξιά, για τον θεατή, πλευρά υπάρχει ένα τραπέζι, μία καρέκλα, ένα τηλέφωνο, δύο ποτήρια κι ένα μπουκάλι νερό. Στην άλλη μεριά του χώρου ένας άντρας καθισμένος σε μια πολυθρόνα με το κεφάλι στα χέρια και τους αγκώνες στα γόνατα. Στον τοίχο απέναντι μια οθόνη, όπου σε ασπρόμαυρο πλάνο, ένας άλλος άντρας σ’ ένα αφιλόξενο, σύγχρονο, ψυχρό δωμάτιο με στοιχειώδη επίπλωση κοιμάται, ξυπνά, ντύνεται, βγαίνει και πάλι το ίδιο.

Για το “Ταξίδι το χειμώνα”

Εκτός σκηνής, αριστερά στα σκοτεινά, βρίσκεται, σχεδόν, αθέατο το πιάνο και ο πιανίστας. Επανερχόμαστε. Ο τοίχος απέναντί μας έχει μια χαραμάδα, η οποία ανοίγει και μια σφήνα φωτός πέφτει στη σκηνή. Ένας άντρας μπαίνει και με πολύ κόπο ξανακλείνει τον τοίχο. Με αργές κινήσεις, σαν αστροναύτης στο διάστημα, κατευθύνεται προς το τραπέζι, ρίχνει νερό στα δύο ποτήρια, αλλά είναι ένας. Κάπου κάπου σηκώνει το ακουστικό του τηλεφώνου αλλά δεν ολοκληρώνει την κλήση. Το πιάνο παίζει και ο άλλος άντρας καθηλωμένος στην πολυθρόνα του τραγουδάει. Τα λόγια του μεταφράζονται στους υπέρτιτλους. Κι αυτός είναι σχεδόν ο μόνος θεατρικός λόγος. Οι δύο επί σκηνής άντρες είναι παρόμοια ντυμένοι. Παραδοσιακά ολόσωμα άσπρα εσώρουχα και μια μαύρη καμπαρντίνα, παραπέμποντας ο ένας στον άλλο, συμπληρώνοντας ο ένας τον άλλο, ο ένας τραγουδώντας και ο άλλος κινούμενος. Αλλά και ο τρίτος στο πιάνο και ο τέταρτος στο βίντεο, επίσης συμπορεύονται. Το παρελθόν δρα μπροστά στα μάτια μας, το παρόν μέσα από το βίντεο, όμως ο αχανής χώρος, καθώς και οι αργές κινήσεις δίνουν την εντύπωση του αχανούς γενικά· χώρου και χρόνου. Το ίδιο και ο καθισμένος άντρας, ο εγκλωβισμένος στα συναισθήματα της μοναξιάς και της ερημιάς, της άγριας καταιγίδας που δέρνει την ψυχή του. Ο άνδρας που περιφέρεται τινάζεται κάποια στιγμή, σαν να τον διαπερνά ηλεκτρικό ρεύμα.

Τι συμβαίνει, λοιπόν, σ’ αυτή την τόσο λιτή έκφραση, λιτή στη μουσική πιανιστική της εκδοχή, στην τραγουδιστική, στη μελαγχολική αργή κίνησή της που μοιάζει με ακινησία και, τέλος, στην κινηματογραφημένη ψυχρή μονότονη επανάληψή της; Σκηνοθετικά, όλα υπηρετούν την αίσθηση της απουσίας, της παγωμένης ατμόσφαιρας. Το αχανές και σχεδόν άδειο σκηνικό παραπέμπει στην άδεια από αγάπη και ενδιαφέρον ζωή του «οδοιπόρου». Οι καιρικές συνθήκες αποτελούν το ανάλογο της ψυχικής θύελλας που βασανίζει μια βαριά τραυματισμένη, ρομαντική ψυχή έως θανάτου.

Οι δύο άνδρες επί σκηνής υπηρετούν σωστά τα ποιήματα, ο ένας τραγουδώντας και ο άλλος αναπαράγοντας κινησιολογικά το περιεχόμενό τους. Καθένας δίνει από την πλευρά του την εκδοχή τού αενάως «περιπλανώμενου». Εντέλει, εκείνο το πιάνο, το υποχθόνιο, εκείνη η φωνή η σπαρακτική του παγωμένου ανθρώπου, εκείνη η κίνηση η αργή κι εκείνο το «άχαρο» βίντεο που μεταφέρει στο παρόν την ψυχική περιπέτεια του παρελθόντος και γενικεύει το προσωπικό, όλα είναι αρμονικά δεμένα. Κάποτε ο άντρας θα ανοίξει ξανά τη χαραμάδα και θα μπει πάλι η εκτυφλωτική σφήνα στην αχανή ημισκότεινη σκηνή. Θα σταθεί, θα λουστεί στο φως και θα την ξανακλείσει. Με πολύ κόπο πάντα. Και θα έρθει η στιγμή που οι δυο άντρες της σκηνής θα κάτσουν στο ίδιο τραπέζι μαζί, ο ένας απέναντι στον άλλο, σαν να συμφιλιώνεται ο περιπλανώμενος και πληγωμένος με τη ζωή και τον εαυτό του.

Οι μελετητές του μουσικού έργου κάνουν λόγο για πέρασμα του οδοιπόρου από την αθωότητα στην ενηλικίωση, άλλοι για τον πόνο του έρωτα αλλά και τη χαρά που βρίσκει στη φύση, μετά την περιπλάνηση. Άλλοι πάλι αποδίδουν τη βαριά θλίψη στην ασθένεια που βασάνιζε τον Σούμπερτ και από την οποία πέθανε στα τριάντα ένα του χρόνια. Στη θεατρική σκηνή φάνηκε κάπως σαν να ισορροπούν οι αντιθέσεις, μέσα από το θείο χάρισμα της μουσικής δημιουργίας, που αφήνει εντέλει μια αίσθηση θετική και παρηγορητική.

Οι άξιοι συντελεστές της παράστασης και στους οποίους ανήκουν τα εύσημα είναι: Θέμελης Γλυνάτσης (σκηνοθεσία και σκηνικός χώρος), Παντελής Μάκκας (βίντεο και σκηνικός χώρος), Ελευθερία Αράπογλου (κοστούμια και σκηνικός χώρος), Στέλλα Κάλτσου (φωτισμοί), Μάριος Γιαμπεράκης (φωτογραφίες), Μιχάλης Παπαπέτρου (πιάνο / μουσική προετοιμασία), Χρήστος Κεχρής, ο τενόρος που σήκωσε και βάρος της ωραίας απόδοσης των τραγουδιών (Φιγούρα 1), Θανάσης Δόβρης (Φιγούρα 2).

Για τον απροειδοποίητο θεατή το έργο είναι μια έκπληξη, μια απορία αλλά και ένα μεγάλο θαυμαστικό. Τελικά, μπορούμε να πούμε αυτό που είπε ο Χάυντν για την Ηρωική του Μπετόβεν: «Είναι κάτι πολύ μεγάλο, πολύ πολύ νέο».

Για το “Ταξίδι το χειμώνα”

πηγή : diastixo.gr