Θανάσης Aγάθος: «Ο Νίκος Καζαντζάκης στον κινηματογράφο»

2017-12-13 11:14

Θανάσης Aγάθος: «Ο Νίκος Καζαντζάκης στον κινηματογράφο»

Ο Νίκος Καζαντζάκης είναι ο πιο μεταφρασμένος Έλληνας λογοτέχνης και ο πιο γνωστός στον κόσμο με μόνο αντίπαλο δέος τον Όμηρο και, ίσως, και τον Αριστοτέλη Ωνάση. Το βιβλίο με τον τίτλο Ο Νίκος Καζαντζάκης στον κινηματογράφο, που συνέθεσε-συνέγραψε ο καθηγητής της Νεοελληνικής Φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών Θανάσης Αγάθος, μας προσφέρει διπλή απόλαυση. Αυτή του αναγνώστη και την άλλη του θεατή των κινηματογραφικών ταινιών που μεγάλοι δημιουργοί –Ντασέν, Κακογιάννης, Σκορτσέζε– επεξεργάστηκαν από τη δική του πλευρά ο καθένας και με ένα εξαιρετικό καστ ηθοποιών, γνωστών, καταξιωμένων και αγαπητών.

Μέσα από τον κινηματογράφο η Ελλάδα, και ως τόπος και ως πνευματική παραγωγή, ταξίδεψε σε όλο τον κόσμο. Ακόμα και αν δεν γυρίστηκαν όλες οι ταινίες στην Ελλάδα, η Ελλάδα ήταν πάντα παρούσα ως ιδέα και αίσθηση.

Μπορεί ο Καζαντζάκης να μην πήρε το βραβείο Νόμπελ, για το οποίο προτάθηκε εννέα φορές, το πήρε άτυπα από το κοινό που τον διάβασε και εξακολουθεί να τον διαβάζει παγκοσμίως. Όσο για τον Ζορμπά του, αυτός ευτύχησε στο πρόσωπο του Άντονυ Κουίν να ταυτιστεί με τον Έλληνα και η μουσική του Μίκη Θεοδωράκη να γίνει ένας νεοελληνικός, στα δικά του μέτρα, εθνικός ύμνος.

Στο βιβλίο τώρα. Ο Θανάσης Αγάθος πρέπει να είναι και είναι –για να ασχοληθεί με τέτοια μελέτη– σινεφίλ. Μόνο από άνθρωπο που αγαπά τον κινηματογράφο θα μπορούσε να γίνει τέτοια μελέτη. Να πάρει, δηλαδή, το κάθε έργο, να μελετήσει τις σκηνές και έπειτα να τις συγκρίνει με τις κινηματογραφικές εκδοχές τους, κάνοντας παρατηρήσεις στις λεπτομέρειες και αξιολογώντας πώς ο κάθε σκηνοθέτης άλλαξε το λογοτέχνημα, του έδωσε έκταση ή το τροποποίησε, με ποιο σκεπτικό προέβη στις αλλαγές, τι πέτυχε ο κινηματογραφιστής, τι ανέδειξε που ίσως στο βιβλίο θα περνούσε απαρατήρητο. Σαν να μπήκε στη σκέψη του άλλου και απέδειξε για άλλη μια φορά πώς ένα έργο τέχνης μπορεί να γίνει η αφορμή για ένα άλλο.

Το βιβλίο περιλαμβάνει έξι κεφάλαια. Στο πρώτο μας παρουσιάζει τον Καζαντζάκη ως σεναριογράφο εννέα ταινιών, με θέματα πολιτικά, κοινωνικά, θρησκευτικά, φιλοσοφικά, επαναστατικά. Δεν είχαν, βέβαια, την τύχη να γίνουν ταινίες, τελικά, αλλά οι διαβουλεύσεις με επιφανή πρόσωπα του χώρου δείχνουν τη μεγάλη σημασία που έδινε ο Καζαντζάκης στο θέμα. Η ελληνική Επανάσταση του 1821 γίνεται το θέμα στο Κόκκινο μαντίλι (1928). Θεωρεί μάλιστα το έργο «άσκηση για την Οδύσσεια». Και ακόμα βλέπει ότι «πλήθος ψυχολογικά προβλήματα και ιδίως όνειρα… μόνο με τον κινηματογράφο μπορούν να εκφραστούν». Στο σενάριο του Μαντιλιού αναπαράγονται «ιδεολογικές θέσεις που εντοπίζονται στην ελληνική μαρξιστική ιστοριογραφία» καθώς και ο έντονος «αντικληρικός χαρακτήρας» που φαίνεται στο Θωρηκτό Ποτέμκιν και στον Οκτώβρη του Αϊζενστάιν… Ο Αγάθος επισημαίνει ότι, για να αποτίσει τιμή στον Διονύσιο Σολωμό και στο έργο του Ο Λάμπρος (1834), δίνει το όνομα «Λάμπρος» στον ήρωά του και ονομάζει «Ραλλού» την ηρωίδα του, όπως την ηρωίδα του Οδοιπόρου (1831), τιμώντας τον Παναγιώτη Σούτσο. Τα πρόσωπα έχουν αντληθεί από τα αληθινά πρότυπα. Το σενάριο του Λένιν προκύπτει από «ένα όραμα που κρατά μονάχα ένα δευτερόλεπτο» και μέσα σ’ αυτό πυκνώνει-αραιώνει όλη την ιστορία. Το 1932 γράφει το σενάριο για τον Βούδα. Όπως εξομολογείται στον Πρεβελάκη, όταν επεξεργάζεται σενάρια το μυαλό του «πηδάει», με τη μία φτερούγα του όμως, γιατί του λείπει «η άλλη η technique». Η επιθυμία του είναι να μετατρέπει «σε εικόνα απλή, καθαρή την αφηρημένη έννοια». Ο P. Bien, όπως υποσημειώνει ο Αγάθος, λέει ότι «ο Καζαντζάκης είχε την πεποίθηση ότι το σινεμά είναι το τέλειο όργανο οποιασδήποτε βουδιστικής τέχνης». Για το σενάριο του Δον Κιχώτη επέλεξε τα πιο χαρακτηριστικά επεισόδια του έργου, με σκοπό να προβάλει «την τραγική και κωμική ψυχή του Κιχώτη», τον «αμετανόητο εραστή της φαντασίας». Ο «Μουχαμέτης» ανήκει στους ανυπότακτους χαρακτήρες της πεζογραφίας που είναι «ταγμένοι στην υπηρεσία ενός υψηλού σκοπού». Στο Μια έκλειψη ηλίου καταγγέλλει «τη σύγχρονη αθλιότητα του κόσμου», «τη φρίκη του πολέμου» και ευαγγελίζεται τη «συναδέλφωση των λαών». Στο Δεκαήμερο «ο Καζαντζάκης άφησε ελεύθερο το πνεύμα του για να αποδώσει τα μηνύματα του μεσαιωνικού ομοτέχνου του», σύμφωνα με τον Γεράσιμο Ζ. Ζώρα. Τέλος, στο Μια ελληνική οικογένεια, η δράση τοποθετείται στην Ιθάκη και στην Αμερική και περιέχει σκηνές και πρόσωπα, τα οποία θα αναπτυχθούν, αργότερα, στα μεγάλα μυθιστορήματά του. Ο αναγνώστης αυτών των σεναρίων –γραμμένα όλα ανάμεσα στο 1928-1932 πλην του τελευταίου που γράφτηκε το 1956π– ανακαλύπτει ότι ο Καζαντζάκης σεναριογράφος βρίσκεται εκατό χρόνια μπροστά από την εποχή του. Τη μελέτη τους διεξοδικά έχει κάνει η καθηγήτρια Παναγιώτα Μήνη.

Στο βιβλίο τώρα. Ο Θανάσης Αγάθος πρέπει να είναι και είναι –για να ασχοληθεί με τέτοια μελέτη– σινεφίλ. Μόνο από άνθρωπο που αγαπά τον κινηματογράφο θα μπορούσε να γίνει τέτοια μελέτη. Να πάρει, δηλαδή, το κάθε έργο, να μελετήσει τις σκηνές και έπειτα να τις συγκρίνει με τις κινηματογραφικές εκδοχές τους […] Σαν να μπήκε στη σκέψη του άλλου και απέδειξε για άλλη μια φορά πώς ένα έργο τέχνης μπορεί να γίνει η αφορμή για ένα άλλο.

Στο δεύτερο κεφάλαιο, Ο Χριστός ξανασταυρώνεται. Είναι το πρώτο έργο που μεταφέρεται στον κινηματογράφο από τον Ζυλ Ντασέν το 1956, όταν πια ο Καζαντζάκης έχει εγκαταλείψει οριστικά την Ελλάδα και έχει περάσει αρκετό καιρό στην Αντίμπ, λίγους μήνες στο Λονδίνο, δυο χρόνια στο Παρίσι και έχει υπηρετήσει στην Unesco. Στο μυθιστόρημα, οι χωρικοί που μεταβάλλονται σε ηθοποιούς, για να αναπαραστήσουν τη Σταύρωση του Χριστού, ταυτίζονται τελικά με τους ρόλους. Έτσι, ο Παναγιώταρος- «Ιούδας» δολοφονεί. τον Μανολιό-«Ιησού» μέσα στην εκκλησία σαν μπολσεβίκο. Στο έργο συνδυάζονται «ο πιο φριχτός ρεαλισμός με τον πιο υπερβατικό θρησκευτικό μυστικισμό». Το βιβλίο μεταφράζεται σε έντεκα γλώσσες και κυκλοφορεί σε όλη την Ευρώπη και Αμερική. Ο Γάλλος κριτικός Gabriel Vincent γράφει διθυραμβική κριτική και προχωρεί σε συσχετισμούς με Shakespeare, Όμηρο, Dante, Rabelais, Victor Hugo, Hector Malo, Alexandre Dumas, George Ohnet, Hume Cronyn, έργο «υπερφυσικό με τα μπαλώματα … από ολόκληρη την ανθρωπότητα». Ο Marcel Brion μιλάει για την πρωτοτυπία και την ευγένεια του θέματος τόσο, ώστε να «προσελκύσει τα μέλη της ελλανοδίκου επιτροπής του βραβείου Νόμπελ υπέρ του Καζαντζάκη», αλλά είναι γνωστό και το παρασκήνιο σε βάρος του από τους συντηρητικούς κύκλους της Ελλάδας, πολιτικούς και θρησκευτικούς, οι οποίοι μπλόκαραν την υποψηφιότητα. Επόμενο είναι ότι η έκδοση στην Ελλάδα έχει περιπέτειες. Τελικά εκδίδεται από τον Δίφρο και προκύπτει μέγα πολιτικό και θρησκευτικό θέμα, με την εμπλοκή Εκκλησίας, πανεπιστημιακών καθηγητών και υπουργών. Το βιβλίο επαινούν επιφανείς κριτικοί και ο Ντασέν ξεκινάει την ταινία του με τον τίτλο Celuiquidoitmourir(Αυτός που πρέπει να πεθάνει). Τα γυρίσματα αρχίζουν παράλληλα με το ανέβασμα του έργου στο Ελληνικό Λαϊκό θέατρο του Μάνου Κατράκη (1956). Συμμετέχουν Έλληνες και Γάλλοι ηθοποιοί και κομπάρσοι Κρητικοί που είναι «οι καλύτεροι κομπάρσοι του κόσμου». Στις Κάννες, 3 Μαΐου 1957 η ταινία παίχτηκε με επιτυχία, «πολλοί έκλαιγαν· η Ελένη χάρηκε πολύ … κι εγώ ντρεπόμουν» λέει ο Καζαντζάκης, που επίσης κλαίει. Ο Jean Cocteau, Πρόεδρος της επιτροπής, πέφτει στην αγκαλιά του, ο Τόμας Μαν θεώρησε το έργο μεγάλης καλλιτεχνικής αξίας, η σκηνοθεσία του Ντασέν χαρακτηρίζεται επική, η Μελίνα «εκφραστική και παλλόμενη ηθοποιός». Δεν κέρδισε όμως τον Χρυσό Φοίνικα αλλά «εύφημο μνεία» «για το θάρρος του να καταγγέλλει …». Και στην Ελλάδα η κριτική ξεσπά σε παραληρήματα υπέρ της ταινίας αλλά και άλλα σχόλια.

Το τρίτο κεφάλαιο αφιερώνεται στον ZorbatheGreek του Μιχάλη Κακογιάννη. Η σύνθεση του έργου απασχολεί τον Καζαντζάκη από το 1937, αρχίζει τη συγγραφή το 1941 στην Αίγινα «γιατί μόνο έτσι νικιέται η απελπισία» γράφει στον Πρεβελάκη και ολοκληρώνει το έργο το 1943. Εκδίδεται από τον Οίκο Δημ. Δημητράκου τον Δεκέμβριο του 1946. Ο ήρωάς του ο Ζορμπάς είναι ένας «raisonneur», έναw άνθρωπος που «ζει ακέραια κ’ εκστατικά το νόημα της ζωής». Αντίπαλο δέος του συγγραφέα και του ήρωα «συγγραφέα-Αφεντικού». Ο Αγάθος, στην εξονυχιστική του μελέτη, μας δίνει την αλήθεια που βρίσκεται πίσω από το προσωπείο του Ζορμπά που προσπαθεί να «ξεφύγει από το αγκάλιασμα του Βούδα» και να ξαναβρεί τον ελληνικό του πατριωτισμό. Το έργο δεν είναι βιογραφία του Καζαντζάκη ούτε του Γιώργη Ζορμπά, αλλά συνδυασμός αληθινών και μυθοπλαστικών στοιχείων, με τις απαιτούμενες αλλαγές στην πραγματική ιστορία. Ο Βάρναλης στην κριτική του λέει ότι ο αμοραλιστής Ζορμπάς είναι το Alter ego του Καζαντζάκη, ο Πέτρος Χάρης επαινεί, ο Α. Κόμης το χαρακτηρίζει «φιλοσοφικό μυθιστόρημα», ο Μιχ. Ροδάς θαυμάζει τις συναρπαστικές περιγραφές και τη ρωμαλέα γλώσσα, ο Βαρίκας βρίσκει ότι ο Ζορμπάς είναι πρότυπο ζωής, ο Maurice Nadeau συνεξετάζει το έργο με τον Κολοσσό του Μαρουσιού του Henry Miller και θεωρεί τα δύο αυτά έργα «όψεις του νέου ελληνικού μύθου».

Το 1953 το έργο θριαμβεύει στις ΗΠΑ και πολλοί επιφανείς Αμερικανοί ηθοποιοί, ο σκηνοθέτης Elia Kazan και o Dassin έχουν εκδηλώσει ενδιαφέρον να το κινηματογραφήσουν. Τελικά, το κάνει ο Μιχάλης Κακογιάννης το 1963 που έχει ήδη θριαμβεύσει διεθνώς με την Ηλέκτρα του. Τα γυρίσματα αρχίζουν στην Κρήτη το 1964. Το σενάριο είναι του ίδιου του Κακογιάννη που είναι και παραγωγός, τη διεύθυνση φωτογραφίας έχει ο παλιός του συνεργάτης Walter Lassaly, τη μουσική επένδυση ο Μίκης Θεοδωράκης, κοστούμια ο Βασίλης Φωτόπουλος. Ζορμπάς ο Antony Quinn, Αγγλοέλληνας συγγραφέας Alan Bates, μαντάμ Ορτάνς η Lila Κentrova, χήρα η Ειρήνη Παπά, ο Γιώργος Φούντας Μαυραντώνης, ο Σωτήρης Μουστάκας Μιμηθός, ο Τάκης Εμμανουήλ Μανώλακας, η Ελένη Ανουσάκη Λόλα.

Ο Quinn εξασκείται κάθε μέρα στο ζεϊμπέκικο και ζει ζωή κρητικιά 100%. Δηλώνει μάλιστα, μετά το πέρας της ταινίας, ότι «ποτέ δεν θα μπορέσει να αποξενωθεί από τον ρόλο που έπαιζε και που ήταν κάτι σαν την ίδια του τη ζωή». Οι κριτικές για την ταινία ήταν και πάλι διθυραμβικές, συγκινητικές, ενθουσιώδεις. Επαινούνται οι πρωταγωνιστές κυρίως ο Antony Quinn. Στην πρεμιέρα στο Παρίσι παρευρίσκονται προσωπικότητες, μεταξύ των οποίων πολιτικοί, καλλιτέχνες, ο Ωνάσης και η Κάλλας, ο πρίγκιπας Μιχαήλ. Η μουσική του έργου παίζεται στα κλαμπ. Ο χορός (συνδυασμός χασαποσέρβικου και κρητικού χορού) γίνεται διεθνώς γνωστός ως «συρτάκι». Την ελληνική πρεμιέρα, σε επτά κινηματογράφους, παρακολουθούν πολιτικά πρόσωπα, ενώ την ίδια ώρα η βασιλική οικογένεια παρακολουθεί την Κίτρινη Ρολλς Ρόυς. Η κριτική ενθουσιώδης (πλην της Ροζίτας Σώκου και της Ειρήνης Καλκάνη που ο χρόνος απέδειξε πως υπήρξαν κοντόφθαλμες ή μικρόψυχες). Και η Ελένη Καζαντζάκη, από τη Γενεύη, ρωτά εκείνους που καταμαρτυρούν στην ταινία τη βεβήλωση της Μαντάμ Ορτάνς, αν θυμούνται οι Έλληνες ότι δεν της επέτρεπαν να ακουμπήσει το φέρετρο του νεκρού συζύγου της στο πεζούλι, στο ξωκλήσι στην Ελευσίνα, και ότι στο μάρμαρο του τάφου του στην Κρήτη χρόνια ολόκληρα έβρισκαν κάθε μέρα ακαθαρσίες. Ο χρόνος δικαίωσε το έργο και τους δημιουργούς του. Ο Ζορμπάς έγινε το συνώνυμο της ανθρώπινης λεβεντιάς και ξενοιασιάς, ο «συγγραφέας-Αφεντικό» θα γράψει την ιστορία του Ζορμπά, μετουσιώνοντας τη σάρκα σε πνεύμα. Ο Μοσχοβάκης, πολέμιος το 1965, θα γράψει το 1995 ότι η ταινία είναι εξαίρετη, και ότι προσέγγισε την «αιώνια ελληνικότητα». Από την παραβολή λογοτεχνικού και κινηματογραφικού έργου προκύπτουν παρατηρήσεις πάνω στις αφηγηματικές τεχνικές και συγκρίσεις των γυναικείων χαρακτήρων με άλλες ταινίες του Κακογιάννη (Το κορίτσι με τα μαύρα, όπου στηλιτεύει την ανδροκρατούμενη κοινωνία, και Στέλλα, όπου βρίσκει ότι η ηρωίδα έχει κοινά χαρακτηριστικά με την Ορτάνς, με τη χήρα και τον Ζορμπά). Με την τελική λυτρωτική σκηνή του χορού των δύο ανδρών, ο Κακογιάννης υπογραμμίζει την αποδοχή από το «Αφεντικό» των κωδίκων του Ζορμπά, ότι το ταξίδι στην Κρήτη αποδεικνύεται ταξίδι αυτογνωσίας, ότι όλα τα συναισθήματα συνυπάρχουν και το πένθος διαδέχεται ο χορός. Η λέξη Ζορμπάς παραπέμπει πλέον ταυτόχρονα στον Καζαντζάκη, στον Κακογιάννη, στον Antony Quinn και στον Θεοδωράκη. Το έργο παρουσιάστηκε ως μιούζικαλ στο Broadway από τον Robert Wise δημιουργό του Westsidestory και της Μελωδίας της ευτυχίας.

Επόμενο κεφάλαιο, Ο τελευταίος πειρασμός, TheLastTemptationofChrist, 1988, ήταν το έργο που δέχτηκε τη μεγαλύτερη πολεμική. Ο Peter Bien θεωρεί το έργο «μιαν από τις τελευταίες πνευματικές καταθέσεις του συγγραφέα, η οποία έρχεται στο τέλος μιας εκπληκτικής σταδιοδρομίας». Το μυθιστόρημα προκάλεσε θύελλα αντιδράσεων. Πρωτοκυκλοφόρησε στη Νορβηγία και μετά στη Σουηδία και Γερμανία. Όπως γράφει ο Καζαντζάκης στον Πρεβελάκη, οι καθολικοί Γερμανοί δεν το θέλουν. Στη Νορβηγία το εκθειάζουν και σε έναν μήνα κάνει δεύτερη έκδοση. Ο Πάπας το αναγράφει στον Index των απαγορευμένων βιβλίων και ο Καζαντζάκης τηλεγραφεί τη φράση του Τερτυλλιανού: «Αd tuum, Domine, tribunal appello» («Στο δικαστήριό σου, Κύριε, κάνω έφεση»). Στην Ελλάδα οι συντηρητικοί κύκλοι, η Εστία, ο Σπύρος Μελάς, η Εκκλησία, κατασυκοφαντούν το βιβλίο ότι «διαστρέφει το θεανθρωπικόν πρόσωπο του Κυρίου», ο αρχιεπίσκοπος Αμερικής Μιχαήλ αποδοκιμάζει το έργο, συζητιέται το θέμα του αφορισμού του Καζαντζάκη, ζητείται η γνώμη των θεολόγων, το Οικουμενικό Πατριαρχείο αρνείται να αναμειχθεί. Από την άλλη, ο Γεώργιος Παπανδρέου συγχαίρει τον δήμαρχο Ηρακλείου για το ψήφισμα διαμαρτυρίας εναντίον της δίωξης του συγγραφέα και την μετονομασία μιας οδού της πόλης σε οδό Νίκου Καζαντζάκη. Ο Κων/νος Μητσοτάκης και άλλοι δύο βουλευτές καταθέτουν επερώτηση στη Βουλή. Η υπόθεση κλείνει με την παρέμβαση της πριγκίπισσας Μαρίας Βοναπάρτη, συζύγου του πρίγκιπα Γεωργίου και μαθήτριας του Freud, η οποία μεσολαβεί στην βασίλισσα Φρειδερίκη και Ο τελευταίος πειρασμός εκδίδεται από τις εκδόσεις Δίφρος και σπάει τα ταμεία. Η κριτική μουδιασμένη και ο Πάνος Καραβίας τολμά να πει ότι ο συγγραφέας «έβγαλε το μυστήριο του Ιησού … και του έδωσε ανθρώπινη, πανανθρώπινη σημασία», ότι «υψώνει τη θεία φυσιογνωμία του Ιησού σε πανανθρώπινο ζωντανό σύμβολο που δείχνει το δρόμο … προς τη λύτρωση», ότι το βιβλίο σταματά όταν «όλα αρχίζουν».
Στο εξωτερικό οι κριτικές είναι θετικές και διεισδυτικές σε βάθος.

Το βιβλίο του Θανάση Αγάθου είναι, στην ουσία, πέντε βιβλία σε ένα, με πλούσια βιβλιογραφία και φωτογραφίες από τις ταινίες, ένας θησαυρός πληροφοριών, ένα «κατορθωμένο σώμα», όπως θα έλεγε ο Σικελιανός.

Ο Σκορτσέζε από το 1970 σκέφτεται τη μεταφορά του έργου στον κινηματογράφο και την πραγματοποιεί το 1988, μετά από πολλές περιπέτειες με την Paramount. Τελικά, αναλαμβάνει η Universal Studios με τον Willem Dafoe Ιησού, τον Harvey Keitel Ιούδα και πολλούς άλλους επιφανείς ηθοποιούς. 22 Αυγούστου 1988 δίνεται η πρεμιέρα σε 123 κινηματογράφους. Η αντίδραση είναι τεράστια. Η ταινία χαρακτηρίζεται «ηθικά προσβλητική», ταυτίζεται με τη μισαλλοδοξία, ήτοι «αδιάλλακτη στενοκεφαλιά που αντίκειται στη λογική και στα επιχειρήματα». Στην Ελλάδα, παρά την παρέμβαση του αρχιεπισκόπου Σεραφείμ, η ταινία εγκρίνεται και στις 13 Οκτωβρίου του 1988 παίζεται, αλλά φανατισμένοι θρησκόληπτοι εισβάλλουν στους κινηματογράφους, διαπληκτίζονται με τους θεατές, επιδίδονται σε βανδαλισμούς και επεμβαίνουν τα ΜΑΤ με δακρυγόνα. Το Γραφείο Τύπου της Ιεράς Συνόδου κάνει λόγο για «γελοιοποίηση του θεανθρώπου» και διαστροφή της ιστορικής αλήθειας, αλλά δεν παρέχει κάλυψη σε πράξεις βίας, αντιθέτως ο μητροπολίτης Φλωρίνης Αυγουστίνος Καντιώτης παρέχει. Οι εισαγγελείς αποφαίνονται ότι δεν προσβάλλεται το πρόσωπο του Θεανθρώπου και τα χρηστά ήθη, τα κόμματα καταδικάζουν τα έκτροπα, δηλώσεις στον Τύπο κάνουν η υπουργός Πολιτισμού Μελίνα Μερκούρη και ο Ντασέν και πολλοί άλλοι επιφανείς. Ο Ανδρέας Τύρος βλέπει τους βασικούς δημιουργούς, Καζαντζάκη, Σκορτσέζε, και Σραίιντερ –τον ορθόδοξο, τον καθολικό, τον καλβινιστή– μαζί με τον Εβραίο παραγωγό να προεξοφλούν την άμβλυνση του θρησκευτικού δόγματος. Η Μαρία Παπαδοπούλου λέει ότι η ταινία έχει πιάσει το καζαντζακικό πνεύμα, χαρακτηρίζει τον διάλογο του Ιησού με τον Σαούλ κορυφαία στιγμή της ταινίας και επαινεί την ερμηνεία του Νταφόε. Ο Γιάννης Μπακογιαννόπουλος μιλάει για επιβλητική κινηματογραφική σύλληψη, ο Βασίλης Ραφαηλίδης για το «μοντέλο» που απασχολεί τον Σκορτσέζε από την αρχή της καριέρας του και ότι το πρόσωπο του Ιησού είναι το «τέλειο μοντέλο» που παραμερίζει όλα τα «ατελή ανθρώπινα είδωλα», τους ήρωες των προηγούμενων ταινιών του, δηλαδή. Από τις κορυφαίες στιγμές της ταινίας επιλέγω τη συνάντηση με τον Βαπτιστή και τη βάπτιση στον Ιορδάνη, τη συζήτηση με τον Πιλάτο, την εκδίωξη των εμπόρων (θαυμάσια σκηνή με τα χρυσά νομίσματα στον αέρα να πέφτουν σε αργή κίνηση), τη συζήτηση με τον Ιούδα, που δεν θέλει να τον προδώσει και ο Ιησούς του λέει: «Εσύ θα κάνεις τη δύσκολη δουλειά. Εγώ θα κάνω την εύκολη». Ο Σκορτσέζε και ο Σραίιντερ επιμένουν στην εκδοχή της δικαίωσης του Ιούδα, που αγαπά τον Ιησού και αμφιταλαντεύεται μέχρι την ώρα της προδοσίας. Τέλος, η μουσική αποτελεί σχολιασμό του δράματος και λειτουργεί ως ερμηνευτική φωνή.

Το επόμενο κεφάλαιο ασχολείται με τα ντοκιμαντέρ του Λευτέρη Χαρωνίτη (Νίκος Καζαντζάκης, Ακροβάτης πάνω απ’ το χάος, 2007 και 33.333 (Οδύσσεια) του Μένιου Καραγιάννη. Στο πρώτο, ο δημιουργός κάνει μια εκτεταμένη έρευνα για τη συλλογή υλικού και ασχολείται περισσότερο με λιγότερο γνωστές πτυχές της προσωπικότητας του Καζαντζάκη, όπως είναι ο επαναπατρισμός των Ελλήνων του Καυκάσου το 1919, οι γυναίκες της ζωής του, η συμμετοχή του στην κυβέρνηση Σοφούλη, η θητεία του στην Ουνέσκο, η συνεργασία του με την Μελίνα και τον Ντασέν. Το 33.333 αφορά την Οδύσσειά του, όπου ο κινηματογραφιστής ανακάλυψε τον άνθρωπο πίσω από τα έργα. Η ζωή του Καζαντζάκη ήταν μια Οδύσσεια. Το ντοκιμαντέρ είναι φόρος τιμής στον μεγάλο Κρητικό, χωρίς να είναι αγιογραφία. Ο Καζαντζάκης του Σμαραγδή, που παίζεται στους κινηματογράφους αυτές τις μέρες, δεν είχε ακόμα ετοιμαστεί, όταν γραφόταν το βιβλίο. Πρόκειται για την πνευματική αυτοβιογραφία του Καζαντζάκη, Αναφορά στον Γκρέκο, με τα ταξίδια βασικό άξονα του έργου και τα όνειρα έναν δεύτερο άξονα.

Το έκτο κεφάλαιο «Αντί Επιλόγου» είναι μια πολύ συμπυκνωμένη σύνοψη του όλου: και οι τρεις ταινίες υπομνηματίζουν τα διάσημα καζαντζακικά έργα, τα οποία φέρνουν στην επιφάνεια τα ενδιαφέροντα κάθε δημιουργού-σκηνοθέτη ανάλογα με το ιδεολογικό υπόβαθρο του καθενός. Παρά τις αντιδράσεις, τα φιλμ αγαπήθηκαν και, μάλιστα, ο Ζορμπάς για τις κινηματογραφικές του αρετές: αδρότητα και δυναμισμό στη σκηνοθεσία, κρυστάλλινη ασπρόμαυρη φωτογραφία, διαχρονική μουσική και εξαιρετικές ερμηνείες. Και τα τρία έργα μεταπλάθονται με επιτυχία σε άλλες τέχνες: θέατρο, όπερα, μπαλέτο. Τα σενάρια του Καζαντζάκη δεν έγιναν ταινίες, έγιναν όμως τα τρία μυθιστορήματά του και, παρά τον διωγμό, γνώρισαν διεθνή επιτυχία.

 

Το βιβλίο του Θανάση Αγάθου είναι, στην ουσία, πέντε βιβλία σε ένα, με πλούσια βιβλιογραφία και φωτογραφίες από τις ταινίες, ένας θησαυρός πληροφοριών, ένα «κατορθωμένο σώμα», όπως θα έλεγε ο Σικελιανός, εύκολο στην ανάγνωση και απολαυστικό, πάρα πολύ ενδιαφέρον και συναρπαστικό, σαν ένα νέο καζαντζακικό έργο, φτιαγμένο από τα έργα και τη ζωή του μεγάλου στοχαστή και τις μεταμορφώσεις του.

 

Ο Νίκος Καζαντζάκης στον κινηματογράφο
Θανάσης Αγάθος
Gutenberg
376 σελ.
ISBN 978-960-01-1906-0
Τιμή: €17,00
001 patakis eshop

 

 

πηγή : diastixo.gr