Σοφία Διονυσοπούλου: «Ψυχές στην ερημιά του» κριτική της Ελένης Χωρεάνθη

2016-07-13 11:58
Σοφία Διονυσοπούλου: «Ψυχές στην ερημιά του» κριτική της Ελένης Χωρεάνθη


Ψυχές στην ερημιά του είναι ο τίτλος του έκτου βιβλίου της Σοφίας Διονυσοπούλου. Το πρώτο της βιβλίο, μια συλλογή διηγημάτων έφερε τον τίτλο Με τις ευλογίες των νεκρών, (Άγρα, 1997) και ακολούθησαν τα Νυχτωδία, θέατρο (Άγρα, 2000, Α΄ Βραβείο Πρωτοεμφανιζόμενου Θεατρικού Συγγραφέα, υπουργείο Πολιτισμού, 1999), Νεροποντή, θέατρο (Νεφέλη, 2001), Ιφιγένεια της Ευριπίδου, θέατρο (Νεφέλη, 2010), Η κόρη του ξενοδόχου, μυθιστόρημα (Άγρα, 2012).

Η Σοφία Διονυσοπούλου έχει έναν ιδιαίτερο τρόπο να προσεγγίζει και να αντιμετωπίζει τα πράγματα και τα γεγονότα. Από τους τίτλους και μόνο των προηγούμενων έργων της διαφαίνεται μια κάποια ιδιαιτερότητα στη διαχείριση του θέματος που την απασχολεί.

Προσπάθησα να ξεκλειδώσω τις θύρες και να μπω στους ολιγόζωους ονειρικούς παραδείσους που συνθέτει με την αυτόματη, διακεκομμένη, ποιητική, θεατρικά εκφρασμένη γραφή της, ακολουθώντας τον περιηγητή στα ονειρικά τοπία παρέα με τις Ψυχές στην ερημιά του.

Οι ζωηρές θεατρικές εικόνες, καθώς εναλλάσσονται με τα ονειρικά τοπία συναγωνίζονται ισάξιες ποιητικές εκφάνσεις της ποιήτριας Σοφίας Διονυσοπούλου στα δεκαπέντε ποιητικά πορτρέτα των ψυχών που ομορφαίνουν, αναστατώνουν, κατακερματίζουν τον ύπνο του περιηγητή.



Στα δεκαπέντε ποιητικά αφηγήματα, που δεν διαφέρουν από καλοστημένους θεατρικούς μονολόγους, με πρωταγωνίστριες δεκατέσσερις «ψυχές», πεταλούδες, εξελίσσονται μέσα σε ένα δωμάτιο ισάριθμες ερωτικές ιστορίες που μοιάζουν με «κυνήγι μαγισσών». Φιδίσια σώματα ευωδερά, καημοί της μέρας, ήχοι της νύχτας, φορέματα φανταχτερά, φτερά κατάμαυρα, γυναίκες πεταλούδες ή «ψυχές» παραδαρμένες, παραδομένες σε μέθη αισθησιακή:

«Ο περιηγητής μετράει το κενό. Κλείνει τα μάτια. Πεταλούδες στριφογυρίζουν στα βλέφαρά του. (…) Μπροστά του η νύχτα. Τα μαλλιά της πιασμένα κότσο. (…) εκείνη θ’ απλώσει τα φτερά, θα μείνει ακίνητη στη θέση της, μια πεταλούδα από χέρια παιδιού καρφιτσωμένη», στο πέτο της πρόσκαιρης ευωχίας, της υφέρπουσας ματαιότητας.

Αυτή τη μαγική νύχτα τα πάντα μπορεί να συμβούν. Από το ξεκίνημα του περιηγητή με το λεωφορείο κάποιας γραμμής και από τις λεπτομερειακές περιγραφές των διαδοχικών τοπίων που εναλλάσσονται ανάλογα με την πορεία της διαδρομής, διαφαίνεται ένας διάχυτος, συγκρατημένος ωστόσο, επιμερισμένος στα σημεία, διακριτικός αισθησιασμός που νοηματίζει και δίνει άλλη διάσταση στην προοπτική και στο σκοπό του ταξιδιού.

Αυτά τα χαρακτηριστικά στοιχεία μετατοπίζονται, διαφοροποιούνται επιφανειακά και αποκτούν άλλη λειτουργικότητα όταν άξαφνα, ανάλογα με τη ροή της πορείας, το σκηνικό αλλάζει από τοπίο σε τοπίο. Η φυσική ζωή προβάλλει μέσα σε όλη τη μεγαλοπρέπεια, την αμεριμνησία και την αθωότητά της. Καινούρια πρόσωπα εμφανίζονται από το πουθενά, παράξενα όντα ή αερικά, ψυχές με χνουδωτά φτερά, καταστόλιστες, εντυπωσιακές γυναίκες/ πεταλούδες της Ανατολής με ή χωρίς πολύχρωμα φτερά ή ψεύτικα διαδήματα. Αιωρούνται στο κενό ή περιφέρονται προκλητικά ολόγυρά του, ενίοτε ομορφαίνοντας, συχνά αναστατώνοντας τον ύπνο του κι αφήνοντας ενεό «στην ερημιά του» τον αιωρούμενο στις αναμνήσεις περιηγητή:

«Στιλπνά μαλλιά και φούστες κεντητές, στέπες και καταχιόνιστες πλαγιές, χείλη, φύλλα και σύννεφα… άντρας στη λίμνη πέταγε μία γυμνή σορό», αλλά γρήγορα χάθηκε κι αυτό το όραμα γιατί «το κορμί της το ήπιανε τα ζοφερά νερά».

Ψυχές στην ερημιά του Σοφία Διονυσοπούλου Το Ροδακιό

Έξοχες περιγραφές τοπίων και δρώμενων δημιουργούν ποιητικές εικόνες και με επιλεγμένες, γήινες χρωματικές πινελιές οι φράσεις σχηματίζουν εξαίσιους φυσικούς πίνακες ζωγραφικής, ονειρικά, εφήμερα περιβάλλοντα, όπου το ένα παράδοξο διαδέχεται το άλλο: Εδώ το γυμνό άψυχο σώμα ρίχνεται στη λίμνη, εκεί «…γύρω νερά και ανθισμένες κερασιές, προβάλλουν χρώματα, χάνονται χρώματα, οι ποδιές των κοριτσιών τότε που πρόσφεραν στους καμικάζι τα ρόδινα άνθη του νησιού κι εκείνοι άνοιγαν την καλύπτρα ραντίζοντας τον ουρανό με πέταλα…», την ώρα τη φαρμακερή «που βγήκε για σεργιάνι», κατεβαίνοντας από τα όρη ο ερωτευμένος θάνατος, ο αποφασισμένος να θυσιαστεί για την πατρίδα του, εκείνος ο παλιός ερωτευμένος καμικάζι, ραίνοντας τον ουρανό με άνθη.

Οι ζωηρές θεατρικές εικόνες, καθώς εναλλάσσονται με τα ονειρικά τοπία συναγωνίζονται ισάξιες ποιητικές εκφάνσεις της ποιήτριας Σοφίας Διονυσοπούλου στα δεκαπέντε ποιητικά πορτρέτα των ψυχών που ομορφαίνουν, αναστατώνουν, κατακερματίζουν τον ύπνο του περιηγητή:

«Την ώρα που βγαίνουνε τα πνεύματα κι αχνίζουνε τα δέντρα… και το βουνό μακριά μετράει τα σύννεφά του… τότε σαν άλλο φάσμα έρχεται αυτή. Σε ρόδο κίτρινο βασιλικά ανεμίζει… πριν απ’ την πρώτη τους θανάσιμη σταγόνα…».

Με ευστοχία σημαδεύει και καμακώνει αλλού ετερόκλητες μορφές και στιγμές ζωής, αλλού εικόνες ιλαρές από φυσικά τοπία, καθώς η ερευνητική ματιά της αγκαλιάζει ετερόκλητα επίσης τοπία και περιβάλλοντα που πέφτουν στη σαγήνη της και καταγράφονται ερήμην της λογικής κατάταξης. Νομίζεις πως χώνει ένα αόρατο χέρι στη γη, στο χώμα, στο νερό, στο βούρκο, όπου βρίσκει κάτι ενδιαφέρον, το ξεκολλά και μεταφέρει κομμάτια, σύνολα και υποσύνολα φυσικής ζωής από το φυσικό τους στο εικονικό περιβάλλον και γίνονται ποίηση, θεατρικό γεγονός, πίνακας ζωγραφικής, όπως π.χ. εδώ:

«Έλη. Ο ποταμός διχάζει τη θάλασσα. Οι ερωδιοί ραμφίζουν το τέλμα... Κουνέλια τρέχουν τρομαγμένα… Τοπίο που βάφεται αργά χρυσαφί αίμα… Τότε, ανάμεσα σε δυο αλυκές, τραγούδι υψώνεται σαν εύθραυστη τολύπη».

Μέσα στο φυσικό αυτό περιβάλλον, όπου η ζωή συνεχίζει το καθημερινό της έργο, τον αμέριμνο βίο της, ο περιηγητής δεν αρκείται σε ό,τι βλέπει, ακούει, αισθάνεται, επεμβαίνει ψάχνοντας την αλκυόνα /πεταλούδα/ κόρη, που εκείνη μεταμορφώνεται και:

«Τη βλέπει ολόγυμνη με χέρια υψωμένα, στήθη στη δύση περήφανα στραμμένα, ακίνητα μαλλιά, κοκαλωμένα, μια στιγμή πριν να χαθεί ή πριν πετάξει. Οι γρύλοι ξάφνου χάνουν τη λαλιά τους. Τώρα αφουγκράζεται μονάχα την καρδιά της. Ρουφάει τις μελωδίες της το έλος. Κουνάει τότε εκείνη τα χέρια ελαφρά. Και για τον άλλο κόσμο ανοίγει τα φτερά».

Έξοχες περιγραφές τοπίων και δρώμενων δημιουργούν ποιητικές εικόνες και με επιλεγμένες, γήινες χρωματικές πινελιές οι φράσεις σχηματίζουν εξαίσιους φυσικούς πίνακες ζωγραφικής, ονειρικά, εφήμερα περιβάλλοντα, όπου το ένα παράδοξο διαδέχεται το άλλο.



Τόσο ωραία και τρυφερά. Τόσο ποιητικά όλα τα φανερώματα της φυσικής ζωής στο περιβάλλον τους. Η ζωή ακολουθεί τη φυσική της σύντομη πορεία στο προσκήνιο κι εκεί στο «γέρμα» υποκλίνεται υποτακτικά στους φυσικούς νόμους κι ανοίγει τα φτερά για τον άλλο κόσμο, συνεχίζοντας πορεία προς την άλλη διάσταση, αυτήν του τέλους, για μια άλλη αρχή σε διαφορετική πραγματικότητα.

Ο περιηγητής μιας νύχτας πάνω σε τούτη την πανέμορφη «πλάση», όντας ένα πρόσκαιρο, ολιγόζωο άθυρμα κι ο ίδιος, μόνο ως παρατηρητής μπορεί να τρέχει πίσω της κι ό,τι προλάβει να πιάσει. Όμως η ανικανότητά του να κατανοήσει το μυστήριο της Φύσης και την ομορφιά της σε όλο της το μεγαλείο, μόνο στιγμές μπορεί να συλλάβει η ματιά του φευγαλέες, του στερεί ακόμα και το άγγιγμα, την πρώτη και την ύστατη «γεύση» του μυστηρίου, γιατί τη μοιραία στιγμή:

«Γέρνει η νύχτα πάνω του μ’ όλα της τα πλουμίδια. Το χέρι του σηκώνει τη σάρκα της ν’ αγγίξει, κι εκείνη μια βούλα της στο δείκτη του τυπώνει».

Είναι τόσο σύντομη, τόσο διαβατική η ομορφιά. Κι εμείς τόσο ανίκανοι, τόσο ελάχιστοι, τόσο ανεφοδίαστοι κι απροετοίμαστοι να τη σιμώσουμε, τόσο ανόητοι, τυφλοί! Η ζωή, η μεγαλόπρεπη ομορφιά, οργιάζει γύρω μας και μόνο ως θεατές ενός αόρατου θιάσου που παίζεται καθημερινά μπροστά στα μάτια μας, μένουμε με «μια βούλα της στο δείκτη» μας «που τυπώνει».

Σ’ ένα όχι τόσο μακρύ ταξίδι, μια βόλτα στην παραδεισένια φύση, ένας περίπατος με λεωφορείο ή με τρένο σε κουπέ, περικλείεται η ζωή του περιηγητή, οι επιδιώξεις και οι απολαβές του και κατ’ επέκταση η ζωή όλων μας, όλοι παίκτες ανειδίκευτοι είμαστε, σ’ ένα «άγριο παιχνίδι που παίζουν οι σκιές. Σκουριές. Φως και λεκέδες, μια στιγμή, πάνω στο δέρμα», ίσαμε κει που η φύση όλη γίνεται ναός, μια «εκκλησία σκοτεινή, λίγες εικόνες…», στα μάτια του περιηγητή, ωστόσο, μέρος μόνο αποκαλύπτεται από την καινούργια πραγματικότητα:

«Ο περιηγητής περιεργάζεται τις πλάτες των πιστών. Βυθίζεται στη μουσική της άγιας γης, και τότε... Το χέρι ενός γέροντα του δίνει ένα ραβδί. “Πάρε αυτό για να προσευχηθείς”».

Και όλα αλλάζουν στη στιγμή. Έρχεται από μια χαραμάδα φως, άλλο, «αλλόκοτο παιχνίδι» σε άλλο χώρο με διαφορετική προοπτική, με άλλους παίκτες, τον γέροντα με το ραβδί, την προσευχή, γίνεται αλαλαγμός, φωνές και ήχοι, κελαρύσματα, εικόνες άλλες έρχονται στο νου του περιηγητή, γυρίζει με δέος στην αρχή του, «στον καταρράχτη του Αγγέλου» και όλα θα αρχίσουν να ξεδιαλύνουν, το τοπίο μεταβάλλεται, όλες οι ψυχές είναι εκεί, «oι πεταλούδες γεμίζουν την κάμαρα» κι εκείνος μόνος, με ανοιχτά πλέον μάτια, ξύπνιος μπροστά στο μοιραίο: στην «Colias Croceus», μια μικροσκοπική πεταλούδα με χρυσαφιά ή πορτοκαλιά φτερά που θα γράψει τον επίλογο μ’ ένα τραγούδι ύμνο στη ζωή και τη συνέχεια των όντων την ώρα που ετοιμάζεται να φύγει γι’ αλλού, να γίνει χώμα, «σπόρος αέναης γητειάς… μακριά από όλο αυτό το ανθρωποβρόχι που σεργιανάει στη γη με στέρφα αχαμνά», να γίνει φύλλο και φτερό ξανά, να βρει ο περιηγητής το νόημα της ύπαρξής του φτάνοντας στο τέλος του ταξιδιού, στην άκρη του κόσμου.

Κι η ποίηση με το βιβλίο των «ψυχών στην ερημιά του» περιηγητή φαίνεται πως ξαναβρίσκει τον εαυτό της, ότι ξαναγυρίζει στον καιρό της αθωότητας, στον Σολωμό, στις ρίζες της.

Ψυχές στην ερημιά του
Σοφία Διονυσοπούλου
Το Ροδακιό
40 σελ.
ISBN 978-960-8372-87-0
Τιμή: €10,60
001 patakis eshop

 

 

 

Πηγή : diastixo.gr