Πεζογραφία-«Η ανασκαφή» της Μαρίας Κουγιουμτζή

2016-06-30 16:22
«Η ανασκαφή» της Μαρίας Κουγιουμτζή

Είχα καθυστερήσει και το σκοτάδι μουτζούρωνε τους δρόμους έτσι που δεν ξεχώριζα τις φυσιογνωμίες των ανθρώπων. Πλησιάζοντας στο οίκημα όπου γινόταν η δεξίωση, προσπέρασα έναν άντρα ο οποίος είχε σταθεί και με κοίταζε. Μετά άκουσα τα βήματά του να με ακολουθούν κι ένιωσα μια ανατριχίλα απειλής. Γύρισα και κοίταξα προς το μέρος του, σταμάτησε για λίγο και μετά κατευθύνθηκε προς τα μένα, λίγο δισταχτικά, λίγο συνωμοτικά, οι κινήσεις του μου φάνηκαν ύποπτες. Φορούσε ένα παλτό που σκέπαζε το σώμα του ως κάτω, χωρίς να μπορώ να αντιληφθώ την ποιότητά του, για να εκτιμήσω κάπως το ποιόν του ανθρώπου. Όταν άνοιξα τη σιδερένια πόρτα της έπαυλης, πάλι στάθηκε και με κοίταζε, γλίτωσα σκέφτηκα, αλλά ακόμα δεν ήμουν σίγουρη ότι απέφυγα τον κίνδυνο, γιατί πριν κλείσει η βαριά πόρτα αυτός τάχυνε το βήμα και μπήκε. Χτυπούσα το κουδούνι με αγωνία, αργούσαν να μου ανοίξουν. Το φως της εξώθυρας έπεφτε πάνω μου, αφήνοντας εμένα ορατή κι αόρατο εκείνον. Σταμάτησε σε μικρή απόσταση πίσω μου. Επιτέλους μια νεαρή άνοιξε και το φως από τα πολλά και δυνατά φώτα που έρχονταν από μέσα με ηρέμησαν. Άκουσα τα βήματά του να μ’ ακολουθούν.

Μπαίνοντας στη σάλα, άρχισα να χαιρετώ όσους με πλησίαζαν, και να νιώθω πλέον εντελώς αποκομμένη από τη φοβική κατάσταση στην οποία βρισκόμουν προηγουμένως, όταν κάποια αιχμηρή φωνή είπε: «Τι θέλει αυτός εδώ, ποιος παλαβός τον κάλεσε;».

Γύρισα και είδα πίσω μου τον άντρα που με είχε ακολουθήσει και ομολογώ πως τρομοκρατήθηκα πάλι, αλλά εντελώς διαφορετικά αυτήν τη φορά. Με παρέλυσε η γοητεία της παρουσίας του. Σε αιχμαλώτιζε. Ήταν τόσο έντονη, ξεχείλιζε από όλο του το είναι, από τα σκουρόξανθα μαλλιά, πλούσια και κυματιστά, το στενόμακρο ανάλαφρο κορμί, τα άκρα του που κινούνταν με ευγένεια, καθώς έσφιγγε τις παλάμες ή τα μπράτσα των γυναικών που έσπευσαν κοντά του, τα ρούχα του κομψά σε σκούρες αποχρώσεις, μ’ ένα λευκό μαντίλι στο λαιμό να κρέμεται ως τα γόνατά, δίνοντάς του έναν αέρα ανεξαρτησίας και παράλληλα τρυφηλότητας. Τώρα καθυστερούσα εγώ και τον κοίταζα, ενώ ο συνομιλητής μου, ένας ψηλός άντρας με κόκκινες φαβορίτες και καραφλός, που κοίταζε κι αυτός προς το μέρος του, τον κατηγορούσε για έκλυτη ζωή, αν και δεν είχε κανένα στοιχείο που να το αποδεικνύει πέρα από τη γοητεία που ασκούσε, στις γυναίκες κυρίως.

«Βέβαια, δεν λείπουν και οι άντρες που τον λατρεύουν σαν Θεό», είπε, «αλλά για διαφορετικούς λόγους, γιατί δεν μαγεύει μόνο με την παρουσία του αλλά και με την προσωπικότητά του. Είναι πολύ δημοφιλής, όμως εγώ τον βρίσκω ανυπόφορα βαρετό. Τι να πεις, διαφορά κουλτούρας. Ακούστηκε πως όταν ήταν νεαρός, μετά το θάνατο των γονιών του, φιλοξενήθηκε στην Αγγλία, σ’ έναν θείο του. Οι ξαδέρφες του ήταν όλες ερωτευμένες μαζί του και δεν τον άφηναν σε ησυχία. Ήταν ένα αυστηρά εγγλέζικο σπίτι με τις κουβερνάντες να τους ντύνουν, τους υπηρέτες να σερβίρουν τα γεύματα, κατά τη διάρκεια των οποίων στέκονταν όρθιοι πίσω τους, πάνω απ’ τα κεφάλια τους, τους πίνακες των συγγενών αναρτημένους παντού, ακόμα και πλάι στις σκάλες που οδηγούσαν στον δεύτερο όροφο, με τις βιβλιοθήκες και τα δωμάτια του μπιλιάρδου, της μουσικής με το πιάνο και τα άλλα έγχορδα, της ζωγραφικής με τα τελάρα, τα πινέλα και τα υπόλοιπα σύνεργα. Αυτός συνήθως κατέφευγε στη βιβλιοθήκη όπου, κρυμμένος πίσω από το βαρύ μπροκάρ κάλυμμα ενός κομψότατου καναπέ, διάβαζε μακριά από τις γλύκες των πανέμορφων εξαδέλφων. Όταν ένα πρωινό η οικογένεια μεταφέρθηκε για να περάσει το Σαββατοκύριακο στην έπαυλη που είχε στα προάστια, ο φίλος μας αρνήθηκε να τους συνοδεύσει, επέμεινε και έμεινε μόνος μ’ έναν ηλικιωμένο υπηρέτη. Κατηγορήθηκε πως έβαλε φωτιά στο σπίτι και το έκαψε. Ίσως όμως να ήταν απροσεξία του υπηρέτη. Πάντως ακούστηκε πως τον έκλεισαν για ένα διάστημα σε ψυχιατρείο ανηλίκων. Δεν ξέρω αν αυτά είναι εικασίες ή αλήθειες».

Παρ’ όλα αυτά, ο άνθρωπος ήταν ολοφάνερο πως απολάμβανε να τα διηγείται.

Κάποια στιγμή οι ματιές μας με τον ήρωα των διηγήσεων ανταμώθηκαν, διέκρινα ένα τρυφερό χάδι στο βλέμμα του και ένα παιχνίδισμα σαν να ήξερε κάτι για μένα που εγώ αγνοούσα. Αμέσως σχεδόν εγκατέλειψε τη συντροφιά του και πλησιάζοντάς με, έσκυψε το πρόσωπό του πάνω μου έτσι που νόμισα πως θα με φιλούσε κι έκανα ένα βήμα πίσω «Άννα, δεν με θυμάσαι, έτσι δεν είναι;» είπε. Ο κοκκινοτρίχης απομακρύνθηκε εσπευσμένα.

Απόμεινα σαστισμένη, «από πού να σε θυμάμαι;», ρώτησα κι εγώ στον ενικό, γιατί αμέσως δενόσουν μαζί του με μια ζεστή οικειότητα.

«Καθόμουν τρία θρανία πίσω από σένα, στην πλαϊνή σειρά των αγοριών στο Δημοτικό», είπε και χαμογέλασε.

Έψαξα τη μνήμη μου, αδύνατον, δεν θυμόμουν τίποτα. «Δεν θυμάμαι» ψέλλισα με ντροπή.

«Ίσως έχεις δίκιο», είπε, «είχα έρθει στην πέμπτη δημοτικού από ένα άλλο σχολείο, κι έμεινα μόνο μισό χρόνο στο δικό σας».

Και τότε αμυδρά θυμήθηκα πως είχε έρθει στο σχολείο μας ένα παιδί που έλεγαν πως ήταν πολύ έξυπνο, ήξερε ήδη τρεις γλώσσες, και πολύ πλούσιο, είχε έρθει από ένα ιδιωτικό σχολείο, γιατί οι γονείς του, που συνήθιζαν να ταξιδεύουν σ’ όλο τον κόσμο, σκοτώθηκαν σ’ ένα αεροπορικό δυστύχημα γυρίζοντας από ένα ταξίδι τους. Το αεροπλάνο είχε πέσει σε κάποιον ωκεανό, Ειρηνικό, Ατλαντικό, δεν ήξερα, άλλωστε ποτέ δεν ήμουν καλή στη Γεωγραφία, απλώς μας είχε κάνει εντύπωση η μεγάλη απόσταση, που δήλωνε το μέγεθος του πλούτου τους, αλλά η περιουσία τους δεν είχε διευθετηθεί ακόμα, κι ο νεαρός μεταπήδησε προσωρινά από το ιδιωτικό σχολείο στο Δημόσιο. Τα παιδιά που κάθονταν στο ίδιο θρανίο μαζί του έλεγαν πως ήταν στον κόσμο του, δεν μιλούσε, δεν έκανε επίδειξη των γνώσεών του, δεν έπαιζε μαζί τους στα διαλείμματα και όταν του μιλούσαν δεν απαντούσε.

Μου ήρθε στο νου ένα πολύ αδύνατο ψηλό αγόρι με την κορδέλα του πένθους στο μανίκι.
«Είσαι το παιδί με το πένθος», είπα ενθουσιασμένη από την έκλαμψη της μνήμης μου.

«Ακριβώς. Ο Δημήτρης».

«Μα πώς γίνεται να με θυμάσαι, είπα, ήμουν μια συνηθισμένη μαθήτρια, εγώ έπρεπε να θυμάμαι εσένα».

«Σε θυμάμαι, γιατί μου είχαν κάνει εντύπωση τα μαλλιά σου, και χαίρομαι που δεν άλλαξες το χρώμα τους, εξακολουθούν να είναι ερεθιστικά», είπε και σηκώνοντας το χέρι τα χάιδεψε απαλά. «Τι φωτεινό κόκκινο που έχουν» και απ’ τα μάτια του πέρασε μια λάμψη που δεν ήξερα πώς να την ερμηνεύσω.

Αυτή η λάμψη μου έφερε στο νου μια ξεθωριασμένη ανάμνηση η οποία μπορεί να μην ήταν καθόλου τέτοια αλλά μια κατασκευή του μυαλού μου που πυροδοτήθηκε από την ανερμήνευτη λάμψη του βλέμματός του. Έφτασε στη μνήμη μου ο απόηχος μιας κατηγορίας εναντίον του. Τότε είχε κατηγορηθεί για κάτι που έκανε σε μια συμμαθήτριά μας, η δύστυχη έμεινε μισό χρόνο σε νευρολογική κλινική όπου τη βοήθησαν στην αποβολή του γεγονότος από τη μνήμη της. Δεν θυμόταν τίποτα, της έμεινε όμως μια επιφυλακτικότητα απέναντι στους ξένους. Όμως μπορεί να μην ήταν αυτός, αλλά κάποιο άλλο παιδί. Η υποψία πέρασε σαν αέρας και χάθηκε χωρίς να διευκρινιστεί τίποτα. Άλλωστε εγκατέλειψε γρήγορα το σχολείο μας. Ίσως και την πόλη μας. Ακούστηκε πως ένας πλούσιος θείος του τον πήρε υπό την προστασία του. Όλες οι αναμνήσεις εμφανίστηκαν σαν κάποιος να είχε τραβήξει τη βαριά κουρτίνα του χρόνου και τις έφερε στο φως.

«Σε είχα δει μερικές φορές σε κάποια θέατρα και συναυλίες και σ’ αναγνώρισα εξαιτίας των μαλλιών σου».

Με πήρε από το μπράτσο και με οδήγησε σε μια παρέα που την ήξερα από απόσταση, ήταν διακεκριμένοι αρχαιολόγοι και μάλιστα με σύστησε σε μία γυναίκα που το όνομά της δέσποζε τελευταία στον Τύπο, μια διασημότητα της αρχαιολογίας που ήταν για μένα τιμή να της σφίξω το χέρι. (Αυτός είχε κόλλημα με τα μαλλιά κι εγώ με την αρχαιολογία, με ό,τι παλιό και παραχωμένο γενικά, εντελώς ερασιτεχνικά φυσικά).

Σχολίαζαν με έξαψη την τελευταία συγκλονιστική αρχαιολογική ανακάλυψη, ένας τεράστιος ταφικός χώρος τριών χιλιάδων τετραγωνικών μέτρων, επρόκειτο για τη νεκρόπολη του Φαλήρου, με πάνω από χίλιους τάφους με εκατοντάδες σκελετούς, ογδόντα από τους οποίους ήταν σιδηροδέσμιοι, τα οστά των καρπών τους έφεραν χειροπέδες καταδικασμένοι όχι μόνο σε φρικτό θάνατο, αλλά και κυριολεκτικά σε αιώνια δεσμά, αφού φορώντας χειροπέδες εξέτισαν ποινή τριών χιλιετιών. Η σύσταση του εδάφους ήταν αυτή που διατήρησε σε καλή κατάσταση τα οργανικά κατάλοιπα.

Άκουσα για πρώτη φορά τη λέξη «αποτυμπανισμό». Κάτι σαν σταύρωση, αλλά πιο επώδυνη. Τις φριχτές λεπτομέρειες μού τις ψιθύρισε ο Δημήτρης, με αποκορύφωμα μια άλλη απαίσια λέξη, τον «εγχυτρισμό», που αφορούσε τη μέθοδο ενός ειδικού τρόπου ταφής των νηπίων, δηλαδή βρέθηκαν παιδικά πτώματα που το μικροσκοπικό τους σώμα σφραγίστηκε μέσα σε μια νεκρική χύτρα, ένα πιθάρι.

Παρόλο που ήταν μια αρχαιολογική επιτυχία, οι ίδιοι οι αρχαιολόγοι μιλούσαν με φανερή σύγχυση γι’ αυτούς τους τάφους. Αν και η μελέτη των ευρημάτων βρίσκεται σε πρώιμο στάδιο, οι επιστήμονες πιστεύουν πως «στην πλειονότητά τους οι νεκροί, εξαιρουμένων των δεσμωτών, ήταν άνθρωποι του μόχθου, καταπονημένοι από τις σκληρές εργασίες και υποσιτισμένοι».

Πιθανόν αυτοί που φέρονταν ως δεσμώτες να μην ήταν κοινοί δολοφόνοι, ούτε σκλάβοι, «γιατί το 50% αυτών ήταν νέοι άνδρες, καλοζωισμένοι, με άριστη οδοντοφυΐα και χωρίς κατάγματα στα οστά. Μάλλον πρόκειται για πολιτικό έγκλημα που ίσως σχετίζεται με το Κυλώνειο Άγος. Ο Κύλων, ένας νεαρός αριστοκράτης, ενεργώντας εντελώς αλαζονικά επιχείρησε γύρω στο 620 π.Χ. με μια ομάδα στασιαστών να αυτοανακηρυχθεί Τύραννος. Η στάση πνίγηκε στο αίμα. Το τραγικό αυτό γεγονός επισήμανε τη βαθειά πολιτική και οικονομική κρίση στην οποία βρισκόταν η Αθήνα, και το Κυλώνειο Άγος έγινε η αφορμή για να θεμελιωθεί μετά, με τους νόμους του Δράκοντα και του Σόλωνα, το θαύμα της κλασικής Αθήνας».

Κάποιος είπε, όχι αρχαιολόγος, πως μπορεί τα παιδιά των ανθρώπων του μόχθου να μην πέθαναν από αρρώστιες αλλά να τα θανάτωναν οι γονείς τους που δεν άντεχαν στην ιδέα ότι οι γόνοι τους θα ζούσαν σαν σκλάβοι υποφέροντας.

«Μεγάλη φαντασία έχεις. Τα περισσότερα ήταν έμβρυα μερικών εβδομάδων. Τα πιο πολλά είχαν πεθάνει αμέσως ή λίγους μήνες μετά τον τοκετό, υποσιτισμένα. Είχαν βρεθεί και παλαιότερα περίπου τρεις χιλιάδες θαμμένα στην Αστυπάλαια και μάλλον αφιερωμένα στις Θεές της λοχείας και του τοκετού», είπε ένας απ’ τους αρχαιολόγους, κοιτάζοντας τον υποτιμητικά.

«Ίσως, αλλά δεν υπάρχει κανένα στοιχείο μέχρι στιγμής που να το αποκλείει», συνέχισε κάπως θυμωμένα ο προηγούμενος άντρας. «Τότε υπήρχε ακόμα το αίσθημα της ανδρείας ως κοινωνική αρετή, κάτι που έχει εξαλειφθεί στις μέρες μας και αφηνόμαστε άβουλοι, χωρίς αντίσταση στην εξαθλίωση που μας επιβάλλουν. Ας ελπίσουμε και μείς σε μια αναγέννηση της χώρας μας τύπου Σόλωνα».

«Πολύ μακριά το πας» του είπαν σχεδόν χλευαστικά.

«Φυσικά, αυτά δεν γίνονται πια, μπήκαμε στην εποχή των ισχυρών βλακών, οι έξυπνοι βλάκες είναι ιδιαίτερα επικίνδυνοι. Όπως ο Κρέων, η Κομισιόν, ή το Δ.Ν.Τ. ας πούμε», είπε ο Δημήτρης και γέλασε τρανταχτά.

Με άγγιξε απαλά στην πλάτη και με απομάκρυνε από τη συντροφιά. «Θέλεις να πάμε κάπου να πιούμε ένα ποτό», ρώτησε ενώ με οδηγούσε προς την έξοδο.

Ένιωσα πάλι εκείνο τον φόβο όταν πίστεψα πως με παραμόνευε, και σαν να μην παραμόνευε μόνο εμένα αλλά τον κόσμο όλον, εντούτοις αφέθηκα στην επιθυμία του. Μπήκαμε στο αυτοκίνητό του όπου οδήγησε αμίλητος. Σταμάτησε μπροστά σε μια καλά φωτισμένη μονοκατοικία.

«Εδώ είναι το σπίτι μου», είπε, «μένω μόνος, νομίζω πως εδώ θα συζητήσουμε πιο ήσυχα».

Τον ακολούθησα πειθήνια. Έβγαλε το παλτό του και το δικό μου, αφού άναψε δυο τρία φωτιστικά δαπέδου που έδιναν ένα ζεστό μυστήριο στο χώρο. Διέκρινα ένα πιάνο χωρίς ουρά, έναν καναπέ με χρωματιστά μαξιλάρια, όπου, πιάνοντάς με από τους ώμους, με εγκατέστησε, δυο τρία τραπεζάκια με φωτογραφίες και δυο τεράστιες βιβλιοθήκες γεμάτες ζωντανά βιβλία, εννοώ μεταχειρισμένα, και όχι εκείνους τους άκαμπτους επιστημονικούς τόμους. Ένα μικρό πλανητάριο ήταν στριμωγμένο σε μια γωνιά. Αφού έβαλε και στους δυο μας ένα ποτό, άφησε το μπουκάλι στο τραπεζάκι που ήταν πλάι μας και άναψε ένα προβολέα που, απαγορεύοντάς μου να μετακινηθώ, τον εστίασε πάνω στα μαλλιά μου.

«Αν ήμουν ζωγράφος», είπε, «θα ζωγράφιζα σε εκατοντάδες πίνακες τα μαλλιά σου, προσπαθώντας να μεταφέρω στο καναβάτσο το άπιαστο χρώμα τους. Ναι, είναι κόκκινα, αλλά ποιο απ’ όλα τα κόκκινα. Προς Θεού, όχι του αίματος» είπε χαμογελώντας. «Μάλλον το εβραίικο κόκκινο, όμως και κείνο στάζει αίμα, έτσι δεν είναι;» είπε μελαγχολικά.

Παρακολουθούσα πιο πολύ το χρώμα της φωνής του παρά αυτά που έλεγε. Υπήρχε ένας θετικός θεατρινισμός στον τρόπο που τη χρωμάτιζε, της έδινε μια ιδιαίτερη υπόσταση σαν να σου χάριζε ένα δώρο, την οικειότητα ενός φιλιού στο μάγουλο. Εξιστορούσε χαμηλόφωνα, για τον Κύλωνα, για μια σημαντική αρχαιολόγο που πριν χρόνια είχε βρει λίγους απ’ αυτούς τους τάφους, για τα παιδιά που ήταν εγκιβωτισμένα μέσα στις υδρίες, για το σήμερα, την κατάσταση παγκοσμίως, την τεχνολογία, τους ηλεκτρονικούς υπολογιστές, την κβαντική θεωρία που τους έφερε στο προσκήνιο, κλονίζοντας την αντίληψή μας για την πραγματικότητα, για κάτι πειράματα με φωτόνια που όταν τα παρατηρούσες επηρέαζες τα αποτελέσματα των πειραμάτων, αδιανόητες συμπεριφορές των υποσωματιδίων, ο μικρόκοσμος αποδεικνύονταν απέραντα πιο ισχυρός και δημιουργικός, δεν ήμουν βέβαιη ότι καταλάβαινα σωστά ό,τι μου ψιθύριζε, νανουριζόμουν καθώς λικνιζόμουν στα κύματα της φωνής του.

Έπινα το ένα μετά το άλλο το ποτό που μου έβαζε, νιώθοντας το ανεξήγητο συναίσθημα ευεξίας και χαλάρωσης. Όχι μόνο δεν αντιστάθηκα όταν με φίλησε, αλλά τον φίλησα κι εγώ. Το φιλί του μου φάνηκε σα να ερχόταν από κάπου μακριά. Έβαλα το χέρι μου στο στήθος του και τον απομάκρυνα. Η καρδιά του χτυπούσε ήρεμα. Δεν με πίεσε, σηκώθηκε κι έκανε μερικά βήματα ολόγυρα από τον καναπέ, στάθηκε πίσω μου, έσκυψε πάνω μου και μου ψιθύρισε στ’ αυτί. «Δεν θυμάσαι, Άννα, πως μια φορά πήγα να χαϊδέψω τα μαλλιά σου, τότε στο σχολείο, και συ έσπρωξες το χέρι μου; Μια τόσο ανθρώπινη, φυσική χειρονομία; Γιατί φοβούνται οι άνθρωποι να αγγίξουν ο ένας τον άλλον;». Η φωνή του ακούστηκε κουρασμένη.

«Όταν πήγες στο Γυμνάσιο κι ύστερα στο Πανεπιστήμιο σε αντάμωνα κάπου κάπου στο δρόμο και απολάμβανα από μακριά τα μαλλιά σου και γνώριζα πως κάποτε θα ερχόταν η ώρα που θα μου επέτρεπες να τα αγγίξω. Νομίζω πως αυτή η ώρα ήρθε τώρα».

Ρίγη με διαπερνούσαν, ήμουν για άγνωστο λόγο τρομαγμένη αλλά εντελώς αδύναμη να αντιδράσω. Το πολύ ποτό που ήπια με είχε ζαλίσει, νύσταζα και τα μέλη μου βάραιναν.

Με σήκωσε στην αγκαλιά του, με πήγε στην κρεβατοκάμαρα και με απόθεσε μαλακά στο κρεβάτι. «Κοιμήσου», είπε, «είναι αργά, θα τα πούμε το πρωί. Εγώ θα κοιμηθώ στο σαλόνι».

Όταν κοιμάσαι σ’ ένα ξένο σπίτι συμβαίνει κάτι που επεμβαίνει θετικά, ή αρνητικά πάνω σου, όχι απλώς μια εξοικείωση, αλλά ένα δέσιμο που σε επηρεάζει. Αισθάνεσαι πως υπάρχει ένας ολόκληρος κόσμος εκτός από σένα. Μυρίζεις τη μυρωδιά του, ακούς τα βήματά του. Δεν ξέρω αν ήταν το ποτό ή η φωνή του, που με είχε υπνωτίσει, αλλά η νύστα είχε παραλύσει το σώμα μου.

Ξύπνησα το πρωί, το δωμάτιο έφεγγε από έναν λαμπρό ήλιο. Το κορμί μου ήταν μουδιασμένο και αντιλήφθηκα πως τα χέρια μου ήταν σιδηροδέσμια στην κολόνα του κρεβατιού. Δεν ένιωσα φόβο, δεν διαμαρτυρήθηκα, ούτε καν από μέσα μου. Μια κατάσταση γλυκιάς υποταγής είχε μουδιάσει τις αντιστάσεις μου. Ένιωθα πως κάτι μου έλλειπε, με τα δάχτυλά άγγιξα το κεφάλι μου. Κατάλαβα πως μου είχε κόψει τα μαλλιά. Σίγουρα θα έκανε έναν ζωντανό πίνακα μ’ αυτά. Σαν να άκουσα τη φωνή του κάπου μέσα στη νύχτα να μου λέει «μη φοβάσαι, θα μεγαλώσουν πάλι. Κοίτα, τα έβαλα σ’ αυτό το διαφανές αγγείο. Όσοι έρχονται θα τα θαυμάζουν. Στα προστατεύω, δεν θα ασπρίσουν ποτέ. Το χρώμα τους θα μείνει αναλλοίωτο στους αιώνες».

Αποκοιμήθηκα ξανά. Όταν ξύπνησα ήταν σκοτάδι ολόγυρα, αλλά πάνω, ψηλά στο ταβάνι, το μικρό πλανητάριο έδειχνε έναν έναστρο ουρανό. Η κόμη της Βερενίκης ολόφωτη.

Το πρωί εκείνος εμφανίστηκε σαν να ήρθε κατ’ ευθείαν από τον ουρανό. Οι λευκές του πιζάμες ακτινοβολούσαν. Με κοίταξε θαμπωμένος, «στάσου ένα λεπτό να σε φωτογραφίσω» είπε, «με το φως της αυγής το χρώμα των μαλλιών σου είναι απαράμιλλο». Άπλωσα το χέρι μου, τα χάιδεψα.

Μου έδειξε τη φωτογραφία στο κινητό του, πράγματι τα μαλλιά μου πλαισίωναν με το φως τους το πρόσωπό μου που έμοιαζε ευτυχισμένο.

«Γιατί αγαπάς τα μαλλιά μου τόσο πολύ, είναι σχεδόν συνηθισμένα».

Έσκυψε ολόκληρος επάνω μου και μου είπε χαμηλώνοντας τη φωνή του, σαν να ερχόταν από κάπου μακριά, από τα βάθη του χρόνου. Σαν να ήταν η φωνή ενός ερημίτη στην έρημο, ενός σαμάνου, μιας πυθίας.

«Μη συγκρίνεις την πραγματικότητα με τον μύθο. Η πραγματικότητα και στις πιο ωραίες στιγμές της είναι βαριά από το χώμα του θανάτου. Ο μύθος πνέει το αεράκι της αιωνιότητας. Εκείνο που σου επιτρέπει να λες πως υπάρχει ένας άγιος, που έχει λίγο από το χώμα που έπλασε ο Θεός τον Αδάμ. Αγγίζοντας με το μυαλό σου αυτό το χώμα αγγίζεις το δέρμα του άντρα που είναι ο άνθρωπος που μέσα μας επαναλαμβάνεται συνεχώς. Πάνω σ’ αυτό το άγγιγμα ο θάνατος οπισθοχωρεί. Χάνει το μέγεθός του. Φυσικά δεν πρέπει ποτέ να φανερώσεις αυτό το χώμα στις ορδές των πιστών που θα τρέξουν να το προσκυνήσουν, γιατί τότε το μεταφέρεις στην πραγματικότητα και το θανατώνεις. Λοιπόν, τα μαλλιά σου είναι η κόμη της Βερενίκης για μένα. Το χρώμα τους μου λέει χιλιάδες ιστορίες. Είναι τα μαλλιά της Σαλώμης, της Κλεοπάτρας, της Αντιγόνης, της Πίνα Μπάουζ, της Χολιντέι, της Φλάνερυ Ο Κόνορ... είναι τα μαλλιά της Άννας που όταν ήταν μικρή, ένα αγόρι την άγγιξε εκεί που δεν έπρεπε, μ’ έναν τρόπο που δεν έπρεπε κι από τότε φοβάται όλα τα αγόρια του κόσμου.»

Ξέρεις Άννα, κάποτε ήμουν της θεωρίας “οφθαλμόν αντί οφθαλμού”. Ακόμα κι αν ο ένοχος εγκλημάτισε από λάθος, γιατί να υποφέρει μόνο το αθώο θύμα και όχι ο θύτης. Εκείνο το αγόρι λοιπόν που σε άγγιξε, έστω μη έχοντας συνείδηση της πράξης του, το παραφύλαξα μετά από καιρό μέσα στο σκοτάδι και, ακινητοποιώντας το, του έκοψα σύριζα τον δείκτη. Το κομμένο δάχτυλο να του θυμίζει την πράξη του. Να μην την ξεχάσει όπως εσύ».

Άπλωσε το χέρι και μου χάιδεψε τα μαλλιά. Παρατήρησα ανατριχιάζοντας πως του έλειπε ο δείκτης.

Πηγή : diastixo.gr