Μουσική-«“Madama Butterfly” από την Εθνική Λυρική Σκηνή στο Μέγαρο Μουσικής» της Μαρίας Κοτοπούλη

2016-01-27 17:40

«“Madama Butterfly” από την Εθνική Λυρική Σκηνή στο Μέγαρο Μουσικής» της Μαρίας Κοτοπούλη


Στην κατάμεστη αίθουσα «Αλεξάνδρα Τριάντη» του Μεγάρου Μουσικής Αθηνών, παρακολουθήσαμε στις 17 Ιανουαρίου τη λαμπερή πρεμιέρα της όπερας Madama Butterfly του Giacomo Puccini (1858-1924) από την Εθνική Λυρική Σκηνή, σε σκηνοθεσία, σκηνογραφία, κοστούμια και φωτισμούς του Νίκου Πετρόπουλου και μουσική διεύθυνση του διακεκριμένου Βραζιλιάνου αρχιμουσικού Luiz Fernardo Malheiro.

Η παράσταση του θεατρικού μονοπράκτου Madame Butterfly του David Belasco (1853-1931), Αμερικανού συγγραφέα και παραγωγού, που παρακολούθησε στο Λονδίνο το 1900 o Puccini, ήταν το ερέθισμα για να συνθέσει την όπερά του Madama Butterfly. Αναθέτει στους Giuseppe Giacosa (1847-1906) και Luigi Illica (1857-1919) να γράψουν το λιμπρέτο, το οποίο βασίζεται στο ομώνυμο έργο του John Luther Long (1861-1927) και δανείζεται στοιχεία από το μυθιστόρημα Madame Chrysanthѐme του Pierre Loti (1850-1923). Η πρεμιέρα της όπερας έγινε στη Σκάλα του Μιλάνου στις 17 Φεβρουαρίου 1904 και, παρά το εκλεκτό επιτελείο ερμηνευτών, κατέληξε σε μεγάλη αποτυχία, βοηθούσης και της οργανωμένης «κλάκας». Ο συνθέτης, βαθιά προσβεβλημένος, απέσυρε την όπερα και αποζημίωσε το Θέατρο με 20.000 λίρες. Αμέσως μετά σκύβει πάνω από το ίδιο έργο και, έπειτα από τρεις τροποποιήσεις, του δίνει την τελική μορφή του.

«“Madama Butterfly” από την Εθνική Λυρική Σκηνή στο Μέγαρο Μουσικής» της Μαρίας Κοτοπούλη

Κυρίαρχο στοιχείο στη συγκεκριμένη όπερα είναι η σύγκρουση, αφού έρχονται αντιμέτωποι δύο εκ διαμέτρου αντίθετοι κόσμοι, δυο πολιτισμοί, δύο διαφορετικές φιλοσοφικές σκέψεις. Από τη μια ο Αμερικανός υποπλοίαρχος Πίνκερτον, με άκρως υλιστικές αντιλήψεις για τη ζωή, αφού το νόημά της το εστιάζει στον πλούτο και στην ηδονή, και από την άλλη η δεκαπεντάχρονη Γιαπωνέζα Τσο-Τσο Σαν, με την αθωότητα της ηλικίας της και την ιδεατή αντίληψη για τον άνθρωπο και τη ζωή. Προίκα της μια παράδοση αντίθετη από αυτή του Νέου Κόσμου και τα ελάχιστα υπάρχοντά της· το πιο σημαντικό απ’ όλα ένα ξίφος, δώρο στον πατέρα της εκ μέρους του αυτοκράτορα, που συμβολίζει, κατά την άποψή μας, τη μέχρι αυτοθυσίας υποστήριξη αρχών και αξιών από τον άνθρωπο. Οδηγός της, δε, η άδολη αγάπη. Ο υποπλοίαρχος κυνικός, υπερόπτης, αμοραλιστής, δεν διστάζει να αγοράσει ακόμα και ανθρώπους, όπως το νέο αυτό κορίτσι, και να σκηνοθετήσει τον γάμο τους, προκειμένου να την παρασύρει στη νυφική παστάδα και, αφού ικανοποιήσει τις σαρκικές ορέξεις του, να την πετάξει ή, για να χρησιμοποιήσουμε τον συμβολικό και σαφή υπαινιγμό του έργου, να την τρυπήσει όπως ο συλλέκτης της πεταλούδας τρυπά με μια καρφίτσα την αέρινη ψυχή για να τη στερεώσει στον πίνακά του και να τη βάλει στη συλλογή του. Έτσι κι εκείνος θα την «καρφώσει» στη «συλλογή» του και θα την εγκαταλείψει, για να επιστρέψει στην πατρίδα του και να παντρευτεί την «καλή» Αμερικάνα. Οι συνέπειες για τη νεαρή κόρη είναι τραγικές, καθώς έχει απαρνηθεί ακόμα και τους προγονικούς θεούς της για τον έρωτά της, με συνέπεια να την απαρνηθούν όλοι, φίλοι και συγγενείς. Μόνο η πιστή της υπηρέτρια, η Σουτζούκι, είναι κοντά της, στη φυλακή, που οι άλλοι έχτισαν γι’ αυτήν, αλλά και η ίδια για τον εαυτό της, περιμένοντας την επιστροφή του αγαπημένου της.

Πρόσωπο σημαντικό για την εξέλιξη της όπερας είναι ο πρόξενος των ΗΠΑ στο Ναγκασάκι, όπου διαδραματίζεται το έργο, ο οποίος, με την ευγένεια και το ήθος του, σαν σε αντίστιξη στον Πίνκερτον, προσπαθεί να απαλύνει τα γεγονότα για την τραγική ηρωίδα. Τρία χρόνια μετά τη φυγή του, ο Αμερικανός θα επιστρέψει μαζί με τη σύζυγό του, θα πληροφορηθεί ότι έχει έναν γιο και φυσικά θα θελήσει να τον πάρει. Η ηρωίδα του Puccini, μέσα από το μεγαλείο της ψυχής της, αναδεικνύεται σε εμβληματική γυναικεία μορφή. Δεν κρατά τίποτα για τον εαυτό της, προσφέρει τα πάντα, ακόμα και τον γιο της, στον άνδρα που αγαπά, αρκεί να τον παραλάβει ο ίδιος, αλλά θα τον βγάλει και από αυτή τη δύσκολη θέση, να την αντικρίσει, και, έπειτα από έναν σπαρακτικό αποχαιρετισμό με το παιδί της, θα αυτοκτονήσει με το ξίφος του πατέρα της, πριν ο αγαπημένος της εμφανιστεί.

«“Madama Butterfly” από την Εθνική Λυρική Σκηνή στο Μέγαρο Μουσικής» της Μαρίας Κοτοπούλη

Ο σκηνοθέτης, Νίκος Πετρόπουλος, επέλεξε την απλή, λιτή, αφαιρετική γραμμή για το σκηνικό και χρώματα λευκά, γκρίζα και κόκκινα, που παραπέμπουν στον ψυχισμό των ηρώων και στις λεπτές αρχιτεκτονικές γραμμές των Ιαπώνων. Με την ίδια λιτή γραμμή σκηνοθέτησε την όπερα και άφησε να αναδειχθούν αβίαστα τα συναισθήματα και οι δραματικές εξάρσεις του έργου.

Οι δύο πρωταγωνιστές συνταίριασαν θαυμάσια μεταξύ τους και μας χάρισαν υπέροχα ντουέτα. Η Τσέλια Κοστέα ως Τσο-Τσο Σαν απέδωσε με ευαισθησία τον δύσκολο ρόλο της και συγκίνησε βαθιά. Ο Ιταλός τενόρος Dario Di Vietri ερμήνευσε έξοχα τον υπερόπτη χαρακτήρα του Πίνκερτον με την εντυπωσιακή, ωραία φωνή του. Ο βαρύτονος Διονύσης Σούρμπης, ως πρόξενος των ΗΠΑ, ξεχώρισε και προσέδωσε στον ρόλο του την ευγένεια και το ήθος με τα οποία τον προίκισαν οι λιμπρετίστες και ο συνθέτης. Εξαιρετική ως Σουτζούκι η μεσόφωνος Ινές Ζήκου και θαυμάσια στο δύσκολο ντουέτο της με την Τσου-Τσου Σαν. Ευτύχησαν και οι μικρότεροι ρόλοι, από τους μονωδούς Άλεξ Τσιλογιάννη, Χαράλαμπο Βελισσάριο, Δημήτρη Κασιούμη, Γιάννη Σελητσανιώτη, Παύλο Σαμψάκη και Σωτήρη Κολυδά.

Ο αρχιμουσικός Luiz Fernando Malheiro, με εξαιρετικά δυναμική και προσεγμένη, στη λεπτομέρειά της, διεύθυνση ορχήστρας, απέσπασε άριστες ερμηνείες από το εκλεκτό επιτελείο των καλλιτεχνών του, τη Χορωδία και την Ορχήστρα της Εθνικής Λυρικής Σκηνής, και καταχειροκροτήθηκε.

Τέλος, να θυμίσουμε ότι μεταξύ των ετών 1915-1920, η μεγάλη Γιαπωνέζα σοπράνο Tamaki Miura (1884-1946) έγινε παγκόσμια γνωστή ερμηνεύοντας τον ρόλο της Τσο-Τσο Σαν. Οι κάτοικοι της πόλης του Ναγκασάκι την τίμησαν μαζί με τον Puccini, στήνοντας τα αγάλματά τους στο πάρκο Glove Garden της ιαπωνικής αυτής, πασίγνωστης από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, πόλης.

Πηγή : diastixo.gr