Ιερώνυμος Λύκαρης: συνέντευξη στον Ελπιδοφόρο Ιντζέμπελη

2017-11-16 17:38

Ιερώνυμος Λύκαρης: συνέντευξη στον Ελπιδοφόρο Ιντζέμπελη

Ο Ιερώνυμος Λύκαρης γεννήθηκε στην Αθήνα. Πήρε μέρος στον αντιδικτατορικό αγώνα στην Ελλάδα και στο εξωτερικό και για πολλά χρόνια μετά υπηρέτησε επαγγελματικά την ιδέα της κοινωνικής απελευθέρωσης. Κατά καιρούς έκανε διάφορες σχετικές και άσχετες με το γράψιμο δουλειές, περιπλανήθηκε πολύ σε όλο τον κόσμο, και έζησε για μια δεκαπενταετία αυτοεξόριστος στην Αυστραλία. Το 2011 εκδόθηκε το πρώτο του μυθιστόρημα Το ρομάντζο των καθαρμάτων, στο οποίο αναδεικνύονται ως φάρσες και τραγωδίες οι πολυδαίδαλες σχέσεις του οργανωμένου εγκλήματος με επιχειρηματίες, δημοσιογράφους και πολιτικούς. Η κριτική το χαρακτήρισε «άρτιο από κάθε άποψη», «αφηγηματικά απολαυστικό», μια «συμβολική βιογραφία της ελληνικής διαφθοράς», «επίκαιρο όσο δεν παίρνει». Ακολούθησε το πολιτικό νουάρ μυθιστόρημα Μαύρα κουφέτα (2013), «ένα ρέκβιεμ για τη χαμένη ουτοπία του 20ού αιώνα», το οποίο η κριτική επίσης υποδέχτηκε ως «άρτιο υπόδειγμα αστυνομικού μυθιστορήματος», όπου «το σασπένς βγαίνει από τις κοινωνικές μεταλλάξεις [...] και οι ανθρώπινες συγκρούσεις έχουν ως κινητήρια δύναμη τις ιδεολογικές καταβολές των ηρώων». Το βιβλίο Η ζήλια είναι μαχαιριά (2014) ήταν το πρώτο από μια σειρά μαύρων κωμωδιών, στην οποία κινητήρια δύναμη και καταλύτης των ανθρώπινων πράξεων είναι κάθε φορά ένα από τα επτά θανάσιμα αμαρτήματα. Το Άπληστε κόσμε, κάλπικε (2015) ήταν το δεύτερο βιβλίο της σειράς αυτής. Πριν την έκδοση του πρώτου του μυθιστορήματος (2011), πρωτοδημοσίευσε κείμενά του στον δεύτερο, τρίτο και τέταρτο τόμο των «Ελληνικών εγκλημάτων» (2008 και 2011). Η παρούσα συνέντευξη δόθηκε με αφορμή το νέο του μυθιστόρημα Άκου, πτώμα, να μαθαίνεις.

 
Ποια είναι τα πρώτα αστυνομικά μυθιστορήματα που διαβάσατε;

Στην εφηβεία μου ξεκίνησα με τις ιστορίες των απαγορευμένων στο σπίτι περιοδικών Μάσκα και Μυστήριο. Μεσολάβησε η δικτατορία και η μεταπολίτευση, όπου τα ιδεολογικά και πολιτικά ενδιαφέροντά μου με κατεύθυναν σε άλλους αναγνωστικούς μαραθώνιους και σε συγγραφικές δραστηριότητες που, κυρίως, ανέλυαν και προπαγάνδιζαν συλλογικές ιδέες και πολιτικές απόψεις. Αστυνομική λογοτεχνία άρχισα να διαβάζω συστηματικά στις αρχές της δεκαετίας του ’90. Και τους κλασικούς του είδους, παλαιότερους και νεότερους, και αρκετούς ήσσονος σημασίας ψυχροπολεμικούς και μετα-ψυχροπολεμικούς συγγραφείς, κατασκοπευτικών μυθιστορημάτων. Τα ονόματα των περισσοτέρων δεν τα θυμάμαι καν, αλλά είχα τότε εκτιμήσει πως είχα κάτι να πάρω απ’ αυτούς, έστω και αν οι ιστορίες τους χαρακτηρίζονταν από έναν απλοϊκό, αφελή και προπαγανδιστικό λόγο.

Ποιο ήταν το πρώτο έργο που σας έκανε να αντιληφθείτε ότι σας ενδιαφέρει να γράψετε αστυνομικό μυθιστόρημα;

Δεν ήταν ένα βιβλίο. Δυσκολεύομαι, άλλωστε, να πιστέψω ότι ένα βιβλίο από μόνο του μπορεί να ωθήσει κάποιον στο γράψιμο. Ήταν πολλά πράγματα μαζί που μου συμβαίνανε τότε και τα οποία συνέκλιναν στη διαμόρφωση μιας βαθύτερης πεποίθησης ότι θα μπορούσα να δοκιμάσω να πω αυτά που ήθελα με έναν άλλο, πρωτόγνωρο και αχαρτογράφητο για μένα τρόπο. Να μιλήσω για τις αιτίες της ελεεινής πραγματικότητας που βιώνουμε, αλλά και για όσα συνέχιζα και εξακολουθώ να πιστεύω, αξιοποιώντας τον ρεαλισμό και τα αφηγηματικά εργαλεία του αστυνομικού μυθιστορήματος.

Πρόσφατα εκδόθηκε το μυθιστόρημα Άκου, πτώμα, να μαθαίνεις. Ποια ήταν η αφορμή να το γράψετε;

Η αβυσσαλέα υποκρισία με την οποία το πολιτικό σύστημα και οι μηχανισμοί δίωξης του εγκλήματος ισχυρίζονται ότι είναι σε θέση να καταπολεμήσουν και να νικήσουν τη διαφθορά − όπως την εννοώ εγώ, ως αναγκαία και ικανή συνθήκη, ως αναπόδραστο λιπαντικό για να λειτουργήσει και να αναπαραχθεί το καπιταλιστικό σύστημα. 

Χωρίς την ύπαρξη του οργανωμένου εγκλήματος, χωρίς την πολυπλόκαμη και πολλαπλασιαστική διαμεσολάβησή του, η παγκοσμιοποίηση της εποχής μας δεν θα είχε πάρει σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα τη σημερινή μορφή της. Γι’ αυτό και τολμώ να θέσω τον ρόλο του παγκόσμιου οργανωμένου εγκλήματος πολύ ψηλά στην ιεραρχία της αχρειότητας, αμέσως κάτω από τον πόλεμο.

Η ιστορία αφορά μια υπόθεση αστυνομικής διαφθοράς. Διαδραματίζεται στην ηγεσία της Διεύθυνσης Εσωτερικών Υποθέσεων, της υπηρεσίας που αστυνομεύει την αστυνομία και τον ευρύτερο δημόσιο τομέα. Επίτηδες επέλεξα αυτή την υπηρεσία, επειδή ήθελα να δείξω ότι τα απόνερα της οικονομικής, πολιτικής και κρατικής διαφθοράς είναι αδύνατο να μη βρουν τον τρόπο να εισχωρήσουν ακόμη και στον πιο κλειστό πυρήνα των πιο αδιάφθορων, τουλάχιστον εκ δεδηλωμένης πρόθεσης, διωκτικών μηχανισμών.

Πρωταγωνιστής της ιστορίας είναι ο «Κόκκινος Τράγος», ένας καταθλιπτικός εισαγγελέας αριστερών αντιλήψεων, ο οποίος αποπειράται να τα βάλει με το αναπτυσσόμενο διασυνοριακό έγκλημα στα βόρεια σύνορα της χώρας. Σύντομα ο δονκιχωτισμός του τον οδηγεί σε εξευτελιστική ήττα. Πέφτει στη μαύρη κατάθλιψη και, τελικά, με την παρότρυνση ενός στενού φίλου και πρώην ιδεολογικού συνοδοιπόρου του, του υπουργού «Χαμαιλέοντα», συμβιβάζεται, με την ψευδαίσθηση ότι παραμένοντας στο παιχνίδι θα του δοθεί η ευκαιρία να πάρει το αίμα του πίσω.

Όταν η ευκαιρία τού χτυπάει ακάλεστη την πόρτα, αιφνιδιάζεται. Περιέρχεται αρχικά σε μια κατάσταση φοβικής απραγίας. Γρήγορα όμως οι περιστάσεις τον συμπαρασύρουν και τον εξαναγκάζουν να αντιδράσει. Και τότε, υπό αφόρητη ψυχολογική πίεση, δρα στο πάρα πέντε, συλλαμβάνει την εκδικητική του ίντριγκα και προσπαθεί να τη φέρει σε πέρας παραμένοντας στο παρασκήνιο.

Πρόκειται, δηλαδή, για έναν αντιήρωα;

Ακριβώς, με αντιφατικά χαρακτηριστικά. Αν και ηττημένος, επειδή ακολούθησε τη νόμιμη, υπηρεσιακή πεπατημένη, αν και ψυχοσωματικό κουρέλι που δεν ξέρει ακόμα καλά καλά τι θέλει, εξακολουθεί να βλέπει τον εαυτό του σαν ένα απροσάρμοστο γρανάζι που συμμετέχει αλλά και αρνείται να ενσωματωθεί εντελώς στο σύστημα. Θέτει με τα χίλια ζόρια εαυτόν εκτός νόμου, και προσπαθεί να ξεπλύνει την ντροπή και να ανακτήσει την αυτοεκτίμησή του με μια αυτοδικία αμφίβολης λυσιτέλειας.

Με άλλα λόγια, προσπαθεί να διαχειριστεί τις τύψεις και τον εγκλωβισμό του εντός των φαύλων κύκλων του συστήματος και, αμυνόμενος, να το τραυματίσει όσο και όπως μπορεί. Τι καταφέρνει στο τέλος; Θα το διαπιστώσουν οι αναγνώστες που θα διαβάσουν το βιβλίο. Για να τους προϊδεάσω παραθέτω τα λόγια του σπουδαίου και πολύ αγαπημένου μου σκηνοθέτη Νίκου Νικολαΐδη, από την ταινία του οποίου Τα κουρέλια τραγουδάνε ακόμα δανείστηκα διακειμενικώς την ατάκα Άκου, πτώμα, να μαθαίνεις για τίτλο: «Τελικά αυτοί οι “απροσάρμοστοι” συγκροτούν ένα μέρος του συστήματος που ενεργεί σαν προπέτασμα καπνού για να μπορούν από πίσω να δουλεύουν οι κρατικοί μηχανισμοί».  

Πιστεύω, άλλωστε, ότι αυτό που αντιλαμβανόμαστε και προσλαμβάνουμε ως πραγματικότητα, ως αντικειμενικό κόσμο, παίρνει σάρκα και οστά μόνο όταν αποφασίζουμε να τον παρατηρήσουμε με κριτική σκέψη, προκειμένου να ανακαλύψουμε ποιες δυνάμεις τον διαμορφώνουν και τον κινούν από το παρασκήνιο, σε ποιους ιδιοτελείς σκοπούς αποβλέπουν.



Με το πρώτο μυθιστόρημα Το ρομάντζο των καθαρμάτων, γράφετε μια μαύρη κωμωδία για το οργανωμένο έγκλημα. Σε ποιο βαθμό η ελληνική αστυνομία κυνηγά το οργανωμένο έγκλημα;

Κάνει αυτό που κάνουν όλες οι αστυνομίες και οι μυστικές υπηρεσίες σε όλο τον κόσμο. Από τη μια το καταπολεμά και, από την άλλη, μεμονωμένα άτομα ή άτυποι μηχανισμοί της συνεργούν. Η πιο συνηθισμένη και γι’ αυτό πιο προφανής εκδήλωση συνέργειας είναι οι διεφθαρμένοι αστυνομικοί και άλλοι υπηρεσιακοί παράγοντες που βλέπουμε κάθε τόσο να πιάνονται στα πράσα κάνοντας μικρά ή μεγάλα «θελήματα» για ίδιον όφελος. Η πιο σοβαρή όμως μορφή, και γι’ αυτό η πιο αθέατη, είναι η συνέργεια των αυτονομημένων μηχανισμών και των σκοτεινών κέντρων που κινούνται φραξιονιστικά, παράλληλα με την επίσημη ιεραρχία. Η συγκρότηση και η διάρκειά τους εξαρτώνται από τις εκάστοτε επιδιώξεις τους και είναι ανάλογες της δύναμης των ερεισμάτων τους στο οικονομικό και πολιτικό σύστημα και στις άλλες δομές του κράτους και του παρακράτους. Συχνά τέτοιες συνέργειες γίνονται και ημιεπίσημα, αλλά πάντα ανομολόγητα, στο όνομα της εθνικής ασφάλειας της χώρας και των ύψιστων γεωπολιτικών συμφερόντων της.

Αυτά συμβαίνουν γιατί ανάμεσα στο δίπολο οργανωμένο έγκλημα-υπηρεσίες δίωξής του υπάρχει μια συμβιωτική σχέση αμοιβαίας τροφοδότησης, η οποία καθορίζεται και διαμορφώνεται στην πράξη από ένα σκοτεινό πλέγμα αλληλοεπιδράσεων, στα θεμέλια του οποίου συγκρούονται τεράστια οικονομικά συμφέροντα.

Μας αναλύετε λίγο περισσότερο αυτό σας το συμπέρασμα;

Το οργανωμένο έγκλημα είναι ένας από τους θεμελιώδεις παράγοντες που επιδρούν στον εθνικό και παγκόσμιο καταμερισμό της εργασίας, ειδικά σήμερα περισσότερο απ’ ό,τι σ’ άλλες εποχές. Με τα μέσα που υπάρχουν η καθοριστική επίδραση του εγκληματικού κλάδου παραγωγής στην ανάπτυξη του συνόλου των παραγωγικών δυνάμεων μπορεί να αποδειχτεί έως την τελευταία λεπτομέρεια. Χωρίς την ύπαρξη του οργανωμένου εγκλήματος, χωρίς την πολυπλόκαμη και πολλαπλασιαστική διαμεσολάβησή του, η παγκοσμιοποίηση της εποχής μας δεν θα είχε πάρει σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα τη σημερινή μορφή της. Γι’ αυτό και τολμώ να θέσω τον ρόλο του παγκόσμιου οργανωμένου εγκλήματος πολύ ψηλά στην ιεραρχία της αχρειότητας, αμέσως κάτω από τον πόλεμο. Αν, όπως σωστά έλεγε ο Κλαούζεβιτς, ο πόλεμος είναι η συνέχιση της πολιτικής με άλλα μέσα, η οργανωμένη εγκληματική δράση είναι η συνέχιση της συμβατικής νομιμότητας με άλλα μέσα.

Τις απόψεις μου αυτές τις στηρίζω σε ένα σύντομο ειρωνικό δοκιμιακό κείμενο του Μαρξ, το οποίο «εμπλουτίζω» με στοιχεία της υπόθεσης του μυθιστορήματος και το εγκιβωτίζω ολόκληρο ως στοιχείο της πλοκής του, με τίτλο Η συμβολή του οργανωμένου εγκλήματος στην ανάπτυξη του πλούτου των εθνών.

Στο βιβλίο αναφέρεστε σε μια εγκληματική οργάνωση, την «Αδελφότητα του Βορρά» με δράση στην Ελλάδα. Ποια είναι η σύνδεση αυτών των ομάδων με άλλες διεθνείς σπείρες;

Η «Αδελφότητα του Βορρά» είναι επινοημένη και ανταποκρίνεται στα δεδομένα της δεκαετίας του ’90, της εποχής των πρώτων χρόνων από την κατάρρευση των χωρών του τέως υπαρκτού σοσιαλισμού (με ορισμένες από τις οποίες συνορεύουμε). Είναι τα χρόνια της φούσκας του χρηματιστηρίου, των μεγάλων έργων για τους Ολυμπιακούς Αγώνες του 2004, των τεράστιων εξοπλιστικών προγραμμάτων, της διάχυσης της διαφθοράς από τις ανώτερες μέχρι τις κατώτερες βαθμίδες της ταξικής κλίμακας. Από τότε έχουν συμβεί σημαντικότατες αλλαγές τόσο στη χώρα μας όσο και στην παγκόσμια και στις επιμέρους οικονομίες, στις οποίες το οργανωμένο έγκλημα έχει προσαρμοστεί με εκπληκτική ευελιξία − για να μην πούμε ότι σε κάποιες από αυτές τις αλλαγές έχει πρωτοστατήσει το ίδιο ως προπομπός λαγός.

Τώρα, συνεργασία ανάμεσα σε ανταγωνιστικές εγκληματικές οργανώσεις υπάρχει όταν το επιβάλλουν οι περιστάσεις, όταν εκδηλώνεται αυτό που αποκαλούμε αναγκαστική σύμπτωση συμφερόντων, όπου η κάθε μια οργάνωση δεν είναι τόσο ισχυρή ώστε να πετύχει από μόνη της έναν φιλόδοξο εγκληματικό στόχο. Οι συνεργασίες αυτές έχουν πάντα ευκαιριακό χαρακτήρα, ενώ τις περισσότερες φορές καταλήγουν σε αιματηρά ξεκαθαρίσματα λογαριασμών.

Πάντως, όσο διεθνής και να είναι η δράση μιας εγκληματικής οργάνωσης, πάντα η δύναμή της πηγάζει από τις ρίζες της, που βρίσκονται στην έδρα της ίδρυσής της, στο ορμητήριό της (και στις δύσκολες στιγμές στο καταφύγιό της). Εννοώ το εθνικό κράτος όπου αυτή κατάφερε να στεριώσει και να αναπτυχθεί, διαμορφώνοντας αμοιβαίες ωφέλιμες σχέσεις με το πολιτικό σύστημα, τον κρατικό μηχανισμό και το «λευκό» οικονομικό κατεστημένο. Για παράδειγμα, η μυθιστορηματική «Αδελφότητα του Βορρά» κατάφερε να αποκτήσει αρχικά την ανοχή και στη συνέχεια την υποστήριξη των τοπικών κοινωνιών, στρατολογώντας ένα μέρος του πλεονάζοντος εργατικού δυναμικού σε εγκληματικές δραστηριότητες και μοιράζοντας μαύρο χρήμα μέσα από νόμιμες βιτρίνες ξεπλύματος.

Αυτά που λαμβάνουν χώρα στα μυθιστορήματά σας κατά πόσο συμβαίνουν στην πραγματικότητα;

Πολλά από αυτά αντλούνται από την πραγματικότητα. Από την Ιστορία αλλά και από την πιο πρόσφατη επικαιρότητα. Σε κάθε μυθιστόρημα οι αναλογίες πραγματικότητας και φαντασίας είναι διαφορετικές. Καθορίζονται τυχαία από τα καπρίτσια της έμπνευσης που τα επιλέγει, τα ρίχνει στο «μπλέντερ» και τα ομογενοποιεί. Πιστεύω, άλλωστε, ότι αυτό που αντιλαμβανόμαστε και προσλαμβάνουμε ως πραγματικότητα, ως αντικειμενικό κόσμο, παίρνει σάρκα και οστά μόνο όταν αποφασίζουμε να τον παρατηρήσουμε με κριτική σκέψη, προκειμένου να ανακαλύψουμε ποιες δυνάμεις τον διαμορφώνουν και τον κινούν από το παρασκήνιο, σε ποιους ιδιοτελείς σκοπούς αποβλέπουν. Υπάρχουν, βέβαια, και οι φορές όπου η φαντασία μας επινοεί πρόσωπα και καταστάσεις και μετά από λίγο η πραγματικότητα μας τα φέρνει ολοζώντανα ενώπιον μας.

Ποιο βιβλίο διαβάσατε τελευταία και σας έκανε εντύπωση;

Το τρένο θα περάσει πρώτο, της πολύ σπουδαίας Μεξικανής συγγραφέως Έλενα Πονιατόφσκα. Αφηγείται τη μεγάλη πανεθνική απεργία των σιδηροδρομικών που ξέσπασε στα τέλη της δεκαετία του ’50 στο Μεξικό, και αποτέλεσε σταθμό στους κοινωνικούς αγώνες της χώρας. Εκτός από το θέμα του που με συνεπήρε από τις πρώτες σελίδες, έχω να πω ότι η αφηγηματική τεχνική της Πονιατόφσκα είναι σπουδαία. Συνδυάζει με εξαιρετική δεξιοτεχνία τον λογοτεχνικό με τον δημοσιογραφικό λόγο.

Τι μήνυμα θα απευθύνατε στους αναγνώστες που θα διαβάσουν τη συνέντευξή σας;

Να διαβάζουν αστυνομικά και κοινωνικοπολιτικά μυθιστορήματα που καλλιεργούν την εύλογη, δημιουργική καχυποψία και τους βοηθούν να παραμένουν σε εγρήγορση για ό,τι συμβαίνει στη χώρα και στον κόσμο.

 

Άκου, πτώμα, να μαθαίνεις
Ιερώνυμος Λύκαρης
Καστανιώτης
320 σελ.
ISBN 978-960-03-6143-8
Τιμή: €12,72
001 patakis eshop

 

 

πηγή : diastixo.gr