Γιάννης Ξανθούλης: συνέντευξη στον Γρηγόρη Δανιήλ

2020-11-12 18:02

Γιάννης Ξανθούλης: συνέντευξη στον Γρηγόρη Δανιήλ

Στα σαράντα χρόνια της συγγραφικής του πορείας, ο Γιάννης Ξανθούλης έχει αποδείξει όσο ελάχιστοι συγγραφείς στη χώρα μας ότι η λογοτεχνική του μαεστρία δεν γνωρίζει χρονικά πλαίσια και ευεπίφορες αναγνωστικές διαθέσεις, κι αυτό γιατί η γραφή του στο διάβα τόσων χρόνων κατάφερε να αγκαλιάσει δυο γενιές αναγνωστών και να αναδείξει μυθιστορηματικούς, κι όχι μόνο, κόσμους απαράμιλλης συγκίνησης. Το τελευταίο του μυθιστόρημα, Ζωή μέχρι χθες (Εκδόσεις Διόπτρα), που έδωσε την αφορμή για την παρακάτω συνέντευξη, σηματοδοτεί μια ακόμη λαμπρή στιγμή στη λογοτεχνική του διαδρομή.

Ζωή μέχρι χθες. Το χθες που το ξόρκισε στο χαρτί η ηρωίδα σας, Αμφιτρίτη Βράνη. Μιλήστε μας για τη νέα σας κυκλοφορία, μια πρόταση που ασφαλώς υπερπηδά τις ασκημένες λογοτεχνικές μας διεξόδους.

Το «χθες» της Αμφιτρίτης Βράνη, της ηρωίδας μου, απηχεί και στο δικό μου βεβαρημένο «χθες». Έχοντας εβδομήντα τρία επίσημα «χθες» στο βιογραφικό μου, ήθελα να τα συμμεριστώ με μια συνομήλικη κυρία. Κι αυτό έπραξα. Ωστόσο, το μισό της ιστορίας αφορά τη νεότητά της και τον ερωτικό της βίο, τότε δηλαδή που παρανοούσε με ενθουσιασμό το ρήμα «ερωτεύομαι» ή καλύτερα το «γεύομαι τον έρωτα». Απόλυτα αυτοκαταστροφική, έζησε κόντρα στην αστική ηθική του ’60.

Ο θρυμματισμένος εφηβικός κόσμος της Ρίτας και η προσπάθεια για επανεκκίνηση ξεσκεπάζει με λογοτεχνική μαεστρία το αμπαλάζ της ελληνικής συντηρητικής αστικής κοινωνίας των δεκαετιών ’60-’70. Πόσα αποθέματα συντηρητισμού έχει ακόμα στις αποθήκες της αυτή η χώρα;

Ο όποιος συντηρητισμός του ’60 δεν υπερνικούσε απαραίτητα τον ερωτισμό, που πολλές φορές ήταν ξέχειλος, με επιθετικό μάλιστα τρόπο. Γιατί είχε συμμάχους τη φαντασία και τη λογοκρισία. Πράγματα δηλαδή ερεθιστικά για «παραβατικότητες». Οι νέοι τότε αγκαλιάζονταν για να χορέψουν, οι κινήσεις αποκτούσαν ρομαντική ενοχή, το ίδιο και οι λέξεις, που ακόμη περιείχαν πλήρη τη σημασία τους. Εκείνη τη μυθική δεκαετία ξεκίνησε άλλωστε και η λεγόμενη σεξουαλική επανάσταση κι όλα τα κινήματα αμφισβήτησης των μέχρι τότε στερεοτύπων. Σήμερα, απ’ ό,τι βλέπω, οι περισσότεροι νέοι ερωτεύονται καθ’ υπόδειξιν του «έξυπνου κινητού». Εξάλλου, το πιο ερωτικό μέλος του σώματός τους είναι πλέον το δάχτυλο εν στύση που πατά τα πλήκτρα του κινητού τους.

«Παρηγοριόμουν πως τα μάτια μου θα συνήθιζαν κάποτε τα σκοτάδια των ματιών του»: μέσα από μια ποιητική φράση η ηρωίδα οριοθετεί το μέλλον της υπό μια σκοτεινή προοπτική. Πόση δύναμη μπορεί να κρύβει μια τέτοια επιλογή, όπως της Ρίτας;

Η ηρωίδα μου, συμβιβασμένη λόγω σκληρών συνθηκών, στα είκοσι έξι της αναγκάζεται να προσαρμοστεί στην ευγενική εκκεντρικότητα ενός πολύ μεγαλύτερού της συζύγου. Και το κάνει με ευγνωμοσύνη, ελπίζοντας κάποτε να της αποκαλυφθούν πράγματα πέρα από τα προφανή.

«…πιστεύαμε στην αθανασία της νεότητας», λέτε σε κάποιο σημείο. Η νεότητα, όμως, δεν εξαργυρώνει την αθανασία της στη μνήμη μας, για όσο βέβαια της επιτρέπεται;

Όλοι οι νέοι κάποια στιγμή πιστεύουν ότι είναι αθάνατοι ή ότι η νεότης είναι μια κατάκτηση διάρκειας. Στο βιβλίο μου, νομίζω πως όλα τα πρόσωπα ξοδεύουν τη ζωή τους στους σωστούς χρόνους. Ακόμη και η Αμφιτρίτη, που υποψιάζεται ότι δικαιούται ένα αναδρομικό πακέτο νεότητας…

Η μνήμη σας σε ποια κυρίως ενσταντανέ του συγγραφικού σας παρελθόντος εστιάζει;

Σε κανένα απολύτως. Συχνά όμως προσπαθώ να θυμηθώ γιατί έγραψα αυτά που έγραψα τη δεδομένη στιγμή. Προφανώς, θα είχα τους λόγους μου… Είναι γελοίο, όμως έτσι νιώθω.

Από την εποχή των πρώτων χρονογραφημάτων σας στην Ελευθεροτυπία, κάπου εκεί στις αρχές της δεκαετίας του ’80, έχει εναπομείνει κάποιο ίχνος μυρωδιάς στον σημερινό, προσαρμοσμένο, εν πολλοίς, Τύπο των νέων ηθών;

Τα χρονογραφήματα της αείμνηστης Ελευθεροτυπίας, που κράτησαν 30 χρόνια περίπου, εξυπηρετούσαν κυρίως την ανάγκη μου για αλληλογραφία. Έστω μονόδρομη, χωρίς τη γεύση της κόλλας των γραμματοσήμων και την απαντοχή του ταχυδρόμου…

Ο όποιος συντηρητισμός του ’60 δεν υπερνικούσε απαραίτητα τον ερωτισμό, που πολλές φορές ήταν ξέχειλος, με επιθετικό μάλιστα τρόπο.

«…άνδρες μελαψοί, από την Ασία και την Αφρική, των οποίων οι πρόγονοι, σκεφτόμουν, θα ήταν κάποτε υπήκοοι της βασίλισσας Βικτωρίας, τώρα βόλταραν στα πεζοδρόμια, μιλώντας ασταμάτητα στα κινητά τους. Παλιά τους ξέραμε από τις εγκυκλοπαίδειες της Αντιγόνης Μεταξά και από τα δεμένα με κατακόκκινο σκληρό εξώφυλλο μυθιστορήματα του Ιουλίου Βερν». Με αυτόν τον υπέροχο παραλληλισμό σταθμίζει η Ρίτα το χωροταξικό πλαίσιο του χθες και του σήμερα της οδού Αχαρνών. Αυτή την πολυπολιτισμική ώσμωση των τελευταίων τριών δεκαετιών πως την αξιολογείτε;

Θα ήταν διασκεδαστικό το θέμα και το θέαμα, αν δεν ξέραμε πόσο μίζερο και επίφοβο μπορεί να γίνει κάποια στιγμή. Και το λέω εγώ, που μέχρι τα δεκαοχτώ μου ζούσα στη Θράκη με μουσουλμανική μειονότητα, θεωρώντας τη συνύπαρξη αυτή απολύτως λογική. Όπως και οι δικοί μου παλαιότερα, που ζούσαν σε ανάλογο καθεστώς επί Οθωμανών. Σήμερα όλα αυτά άλλαξαν. Το βλέπουμε διαρκώς. Μέχρι και η θεότυφλη Ευρώπη το είδε και το ένιωσε. Όσο για την «πολυπολιτισμική» Αχαρνών, που παίζει ρόλο σημαντικό στο βιβλίο, μάλλον δείχνει ότι ακόμη αντέχουν τα πεζοδρόμιά της.

Τα παράθυρα μεταφυσικών γεγονότων (περιστατικό με τα χέρια των αγγέλων, η αποκαλυπτική συζήτηση των δύο κυρίων) στο εκάστοτε λογοτεχνικό σας οικοδόμημα πόσο ελευθερώνει, με τα χρόνια, τα συγγραφικά σας πλάνα;

Οι από μηχανής θεοί με διασκέδαζαν ανέκαθεν και θα ήθελα πολύ να είχα την εύνοιά τους, αν υπήρχαν. Όπως και όλα τα «μεταφυσικά» τρικ που χρησιμοποιώ, παρόλο που δεν έχω καλές σχέσεις με την επιστημονική φαντασία, τους αστρολόγους συνεργούς και τις προλήψεις.

Ως παρατηρητής των ηρώων σας, πιστεύετε πως έχετε «καταχραστεί» τις αναμνήσεις του δημιουργού τους;

Όχι απαραίτητα. Μερικές φορές ανασύρω τις εμμονές μου και τις νευρώσεις μου, για να επικυρώσω την παλιά μας φιλία.

Στη «Θεά των Συμπτώσεων» τι έχετε εναποθέσει με τα χρόνια;

Όλα είναι σύμπτωση σε αυτή τη ζωή. Τουλάχιστον η δική μου ζωή καθορίστηκε απόλυτα από συμπτώσεις, όσο κι αν επαίρομαι πως είμαι άτομο που δεν αφήνεται στο τυχαίο.

Αν Ο Τούρκος στον κήπο ήταν μια συμφιλίωση, ας μου επιτραπεί, με τις ανατολικοθρακιώτικες καταβολές σας, η Ζωή μέχρι χθες ποια αινίγματα του παρελθόντος λύνει;

Οι τωρινοί ήρωές μου χαλούν τις σόλες τους στην Αθήνα του χθες και του σήμερα, ενώ κάνουν τους ιδιωτικούς υπολογισμούς τους ψύχραιμοι σχετικά με αυτό που κουβαλούν. Ζουν δηλαδή τον ενεστώτα τους γνωρίζοντας ότι καθορίστηκαν από τον πανδαμάτορα αόριστο. Όπως κι εγώ, όπως κι εσείς…

Το βιβλίο τέλειωσε στα τέλη του καλοκαιριού, όπως διαβάζουμε στην τελευταία σελίδα, περικλείει λοιπόν και τις μέρες της πρώτης φάσης του εγκλεισμού. Οριοθέτησε, έστω και υποδόρια, η κατάσταση αυτή την εξέλιξη του μυθιστορήματός σας;

Το Ζωή μέχρι χθες με απασχόλησε τρία περίπου χρόνια όχι ιδιαίτερα εύκολα. Ενηλικιωνόμουν και γερνούσα παράλληλα με την Αμφιτρίτη Βράνη. Όσο για τον εγκλεισμό λόγω πανδημίας, δεν θα έλεγα ότι με επηρέασε στο γράψιμο. Γιατί σταμάτησα να γράφω κι έπεσα με τα μούτρα στο διάβασμα. Όταν καλοκαίριασε, ασχέτως του covid, ξανάνοιξα τα χαρτιά μου.

Μπαίνοντας ξανά σε μια δύσκολη φάση, αυτή των περιορισμών, τι θα θέλατε να κουβεντιάσετε με τις άγραφες σελίδες που απρόσκοπτα, σε εύλογο χρονικό διάστημα, θα κάνουν την εμφάνισή τους;

Νομίζω πως άρχισα να προβληματίζομαι ότι διάγω βίον με τον ηλικιακό χρόνο των σκύλων. Θα δείξει…

 

Ζωή μέχρι χθες
Γιάννης Ξανθούλης
Διόπτρα
408 σελ.
ISBN 978-960-653-219-1
Τιμή €16,60
001 patakis eshop

 

 

πηγή : diastixo.gr