Γιάννης Η. Παππάς: συνέντευξη στον Ελπιδοφόρο Ιντζέμπελη

2018-04-10 11:26

Γιάννης Παππάς: συνέντευξη στον Ελπιδοφόρο Ιντζέμπελη

Ο Γιάννης Η. Παππάς γεννήθηκε στην Άρτα (Χαλκιάδες) το 1962. Τελείωσε το γυμνάσιο στην Άρτα και το λύκειο στη Θεσσαλονίκη. Είναι πτυχιούχος του τμήματος Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων. Για δύο χρόνια παρακολούθησε μαθήματα ιταλικής γλώσσας και λογοτεχνίας στα Πανεπιστήμια της Περούτζια και του Μπάρι της Ιταλίας. Από το 1990 εργάζεται ως καθηγητής φιλόλογος στη Μέση Εκπαίδευση. Υπήρξε συνδιευθυντής του λογοτεχνικού περιοδικού Ελίτροχος της Πάτρας (1993-1999). Από το 2002 μέχρι το 2015 ήταν πρόεδρος του Συνδέσμου Φιλολόγων Πάτρας. Από το 2003 είναι εκδότης-διευθυντής του ηλεκτρονικού λογοτεχνικού περιοδικού www.diapolitismos.net. Στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων έχει εκπονήσει τη διδακτορική του διατριβή με θέμα τον συγγραφέα Αντρέα Φραγκιά. Έχει μεταφράσει Παβέζε, Ουνγκαρέτι, Μοντάλε, Πέννα. Οι Θαμπές ζωές είναι το πρώτο του πεζογραφικό βιβλίο μετά από δύο ποιητικές συλλογές.

Είσαστε πιο γνωστός ως ποιητής. Τώρα γράψατε το πρώτο σας βιβλίο με πεζά. Πώς προέκυψε αυτή η έκδοση του βιβλίου;

Το ποια μορφή θα πάρει η έκφραση πολλές φορές καθορίζεται από το τι θέλεις να πεις. Η ποίηση έχει μια πυκνότητα και μια λιτότητα που δεν την έχει η πεζογραφία. Ο πεζός λόγος έχει άλλη δομή και χρειάζεται άλλη τεχνική. Πολλές φορές οι ποιητές, επειδή θέλουν να πουν περισσότερα πράγματα, καταφεύγουν στο διήγημα, κυρίως, και παραπέρα στο μυθιστόρημα. Εγώ ήθελα, δεν ξέρω αν το πέτυχα, τη λιτότητα και την πυκνότητα της ποίησης να τη μεταφέρω και στα διηγήματα. Γι’ αυτό ίσως κανένα από αυτά δεν ξεπερνά τις 10 σελίδες. Μάλιστα, τα πιο πολλά εκτείνονται σε 2-3 σελίδες. Το ότι έγραψα διηγήματα δεν σημαίνει ότι εγκαταλείπω την ποίηση. Όλα εξαρτώνται από το θέμα και την επιθυμία να εκφραστώ. Οι ιστορίες που περιέχονται στο βιβλίο με απασχολούσαν χρόνια. Κάποιες εικόνες ή κάποια θραύσματα εισχώρησαν σε κάποια μου ποιήματα. Ήθελα όμως να πω πιο πολλά απ’ όσα λέγονται με την ποίηση.

Από τα πρώτα πεζογραφήματα είναι φανερή η μυρωδιά του γενέθλιου τόπου. Ποια είναι η σημασία του για σας στη συγγραφική σας πορεία;

Ο γενέθλιος τόπος είναι καθοριστικός, γιατί είναι ο τόπος όπου κάποιος βλέπει το πρώτο φως, μυρίζει τις πρώτες μυρωδιές, γνωρίζει τους ανθρώπους, τα πουλιά, τα ποτάμια, τη φύση. Αφήνει βαθιές χαρακιές στη μνήμη, ακριβώς γιατί σου δίνει τα πρώτα εφόδια για να πορευτείς στον κόσμο. Εγώ πέρασα τα παιδικά και εφηβικά μου χρόνια στην επαρχία. Παιδικά χρόνια μέσα στη χούντα, εφηβικά στη μεταπολίτευση. Πολλά από τα διηγήματα του βιβλίου αναφέρονται σε πρόσωπα και καταστάσεις αυτού του γενέθλιου χώρου, χωρίς βέβαια οι ιστορίες που περιγράφονται να είναι αποκλειστικά δικές μου. Θα τις χαρακτήριζα βιωματικές, με την έννοια ότι πολλές από αυτές τις ιστορίες είτε τις έζησα είτε τις άκουσα είτε άλλες τις εμπνεύστηκα. Ο μεγάλος Θεσσαλονικιός πεζογράφος Γιώργος Ιωάννου έλεγε για τον όρο «βιωματική λογοτεχνία»: «Λέγοντας βιωματική, εννοώ τη λογοτεχνία εκείνη που αντλείται από τα προσωπικά βιώματα του συγγραφέα [...]. Τα βιώματα πάλι δεν είναι μονάχα εκείνα που προέρχονται από την εμπειρία, αλλά και οι φαντασιώσεις και οι ισχυρές πνευματικές καταστάσεις που έχει ζήσει ο άνθρωπος [...]. Ανακουφίζομαι γράφοντας σε πρώτο πρόσωπο. Είναι για μένα κάτι σαν ψυχολογική ανάγκη. Ωστόσο τα περισσότερα από αυτά που γράφω δεν είναι βιογραφικά και δεν συνέβησαν ακριβώς έτσι, όπως μεταφέρονται στο χαρτί. Άλλωστε, στα πεζογραφήματά μου υποδύομαι και πολλά πρόσωπα που θα ήθελα να είμαι» (συνέντευξη του συγγραφέα με τη Μ. Θερμού, εφ. Καθημερινή, 24.7.1977).

Οι ήρωες του βιβλίου είναι απλοί ανώνυμοι άνθρωποι που έχουν να πουν τις δικές τους σημαντικές ιστορίες. Ποιοι είναι οι λόγοι που η κοινωνία δεν καταγράφει και δεν ενδιαφέρεται γι’ αυτές τις ιστορίες;

Οι απλοί ανώνυμοι άνθρωποι είναι αυτοί που δημιουργούν την ιστορία. Οι μικροϊστορίες, οι μικρές καθημερινές εικόνες δημιουργούν τη μεγάλη εικόνα της ζωής αλλά και της λογοτεχνίας. Η οποιαδήποτε μορφή τέχνης δεν πρέπει να αντανακλά την πραγματικότητα, αλλά να μπορεί να ερμηνεύει διάφορες πτυχές της. Πολλοί θεωρούν ότι επειδή αυτές τις ιστορίες τις βιώνουν απλοί καθημερινοί άνθρωποι της διπλανής πόρτας δεν έχουν τόσο μεγάλη αξία όσο έχουν οι ιστορίες των επωνύμων. Αυτό κατά τη γνώμη μου είναι λάθος. Ο καθένας από μας έχει να διηγηθεί ωραίες και άσχημες ιστορίες. Η τέχνη πρέπει να εκφράζει με καλλιτεχνικό τρόπο τους απλούς αυτούς ανθρώπους. Να μπορεί, δηλαδή, ο καθένας να βρίσκει κομμάτια της δικής του ζωής μέσα στις διάφορες μορφές τέχνης και ιδιαίτερα στα διηγήματα και στα μυθιστορήματα.

Παιδικές μνήμες παιχνίδια που μας σημάδεψαν, φίλοι που δεν τους ξεχνάμε. Τι έχει αφήσει η μνήμη μετά το πέρασμα τόσων δεκαετιών;

Η μνήμη είναι ο βασικός τροφοδότης της λογοτεχνίας. Εάν δεν υπήρχε η μνήμη, δεν θα μπορούσε να ζήσει ο άνθρωπος και δεν θα μπορούσε να προχωρήσει ο πολιτισμός. Υπάρχει η ατομική μνήμη αλλά υπάρχει και η συλλογική. Κάθε συγγραφέας, πιστεύω, πρέπει να αναμετρηθεί και με τα δύο. Το μεγάλο πρόβλημα της γραφής είναι, κατά τη γνώμη μου, με ποιον τρόπο το ατομικό να γίνει συλλογικό και καθολικό. Δεν νομίζω ότι ενδιαφέρει κανέναν να διαβάσει ιστορίες που αφορούν μόνο τον συγγραφέα. Η αυτοαναφορικότητα είναι ένα φαινόμενο που ταλαιπωρεί τη λογοτεχνία και ειδικά την ποίηση. Οι αρχαίοι τραγικοί μπορούν και συνομιλούν ακόμη με το κοινό, αν και έχουν περάσει δυόμισι χιλιάδες χρόνια, γιατί κατάφεραν με την τέχνη τους να αναδείξουν πανανθρώπινες αξίες που ήταν και είναι ζωντανές στο διάβα της ανθρωπότητας. Πρέπει να σκύψουμε σε αυτούς τους τεράστιους τεχνίτες του λόγου και να αντλήσουμε υλικό, το οποίο προσαρμοσμένο στη σημερινή πραγματικότητα θα μας βοηθήσει να αναδείξουμε και μεις τα σημερινά προβλήματα που απασχολούν τους ανθρώπους και τις κοινωνίες.

Οι απλοί ανώνυμοι άνθρωποι είναι αυτοί που δημιουργούν την ιστορία. Οι μικροϊστορίες, οι μικρές καθημερινές εικόνες δημιουργούν τη μεγάλη εικόνα της ζωής αλλά και της λογοτεχνίας.

Οι δυσκολίες των ανθρώπων για την επιβίωση και η αβεβαιότητα για το μέλλον των παιδιών τους. Σήμερα έχει αλλάξει τίποτε από εκείνες τις καταστάσεις, που συνέβαιναν τότε;

Ο αγώνας των απλών ανθρώπων είναι κοινός σε όλες τις εποχές. Η καθημερινότητα απαιτεί απαντήσεις και δεν περιμένει. Απλά η κάθε εποχή έχει τις δικές της δυσκολίες και αγωνίες. Σήμερα, έχουμε λύσει σε μεγάλο βαθμό, τουλάχιστον στον δυτικό κόσμο, το πρόβλημα της τροφής και της επιβίωσης, αλλά παραμένει η αβεβαιότητα και η αγωνία για το αύριο. Ειδικά οι νέες γενιές, αντί να ζήσουνε καλύτερα φοβάμαι ότι θα ζήσουνε χειρότερα από τους προηγούμενους. Οι παλιότερες γενιές ζούσαν με την αγωνία της επιβίωσης. Αυτό που κοιτούσαν πριν απ’ όλα ήταν να εξασφαλίσουν τα απαραίτητα προς το ζην. Σήμερα, όπως έλεγε και ο μεγάλος Ιταλός διανοούμενος Πιερ Πάολο Παζολίνι, «βρισκόμαστε αντιμέτωποι με μια καταστροφική καταιγίδα της καταναλωτικής μανίας ενός χυδαίου και ανιστόρητου καπιταλιστικού συστήματος, μιας μανίας όμως που, δυστυχώς, τα ίδια τα άτομα την επιλέγουν, οι ίδιες οι μάζες την ακολουθούν εφευρίσκοντας χιλιάδες τρόπους δικαιολογητικής απόρριψης». Η κατανάλωση και η τεχνοκρατία μάς βρήκε απροετοίμαστους. Και όπως λέει και ο συγγραφέας Δημήτρης Χατζής, «η σημερινή καταναλωτική κοινωνία μας δεν ήρθε από δική μας προετοιμασία, από μια αστική πορεία και πρόοδο, από μια νομοτέλεια, μας ήρθε ξαφνικά και, βρίσκοντάς μας απροετοίμαστους, μας διέλυσε» Μας έχει λοιπόν υποδουλώσει και μας έχει απομακρύνει από τη φύση και τη λιτότητα του βίου, στον οποίο είχαν μαθητεύσει για αιώνες οι Έλληνες, λόγω και της λιτότητας του φυσικού ελλαδικού χώρου. Ήρθε λοιπόν η κατανάλωση και η απόλυτη επικράτηση της τεχνοκρατίας να μας κάνει να πιστέψουμε, αφελώς, ότι η καταναλωτική μανία θα καλύψει τις εσωτερικές μας ανάγκες και ότι δεν χρειάζεται η ανθρωπιστική παιδεία και η μόρφωση για να προοδεύσουμε. Αποκοπήκαμε έτσι από την παράδοση και τις ρίζες μας γεγονός που μας στέρησε τους ζωογόνους χυμούς που χρειάζεται οι άνθρωποι και οι κοινωνίες για να προχωρήσουν.

Οι Θαμπές ζωές είναι ιστορίες με ήρωες αδύναμους, μοναχικούς που αναμετριούνται με τον έρωτα και τον θάνατο. Πώς μπορεί ο συγγραφέας να φέρει στην επιφάνεια αυτές τις ιστορίες;

Ο έρωτας και ο θάνατος είναι οι δύο όψεις του ίδιου νομίσματος. Αν δεν υπήρχε ο θάνατος, η ζωή θα ήταν αφόρητα πληκτική. Οι αντιθέσεις είναι αυτές που δίνουν νόημα στη ζωή. Η λογοτεχνία έλκεται από την ιδιαιτερότητα των χαρακτήρων και πιο πολύ έλκεται από το κακό. Οι μεγαλύτεροι λογοτεχνικοί ήρωες είναι προβληματικοί ή με φοβερές αντιφάσεις και αδυναμίες που αναμετρώνται με τους προσωπικούς τους δαίμονες, φανερώνοντας έτσι τις αδυναμίες και τα πάθη τους. Οι αδύναμοι, οι μοναχικοί, οι άνθρωποι με πάθη είναι αυτοί που τραβάνε το ενδιαφέρον της λογοτεχνίας. Ο συγγραφέας κουβαλάει τις ιστορίες, τις έχει μέσα του, και όταν έρχεται το πλήρωμα του χρόνου αυτές βγαίνουν στην επιφάνεια και γίνονται διήγημα ή μυθιστόρημα. Πρέπει να χωνευτούν αρκετά οι ιστορίες, να καταλαγιάσουν στο υποσυνείδητο, έτσι ώστε κάποια στιγμή μόνες τους σαν το νερό που ξεπηδάει από την πηγή να έρθουν και να γεμίσουν το λευκό χαρτί. Το πώς γίνεται αυτό δεν μπόρεσε και ούτε, πιστεύω, θα μπορέσει κανένας να το αναλύσει με σαφήνεια.

Με συγκλόνισε η επίσκεψή σας σε ένα χωριό της Ουγγαρίας. Μπορείτε να αναφέρετε τι είναι αυτό που σας έκανε να καταγράψετε αυτή την επίσκεψη;

Πήγα το 2013 στη Βουδαπέστη για να μιλήσω στο Πανεπιστήμιο της Βουδαπέστης για τον μεγάλο Ηπειρώτη συγγραφέα Δημήτρη Χατζή. Εκεί γνώρισα πολλούς Έλληνες που είχαν φύγει από την Ελλάδα την περίοδο του Εμφυλίου. Οι ιστορίες αυτών των ανθρώπων είναι, σε μεγάλο βαθμό, η τραγική ιστορία της μεταπολεμικής Ελλάδας. Ήθελα να καταγραφεί και λογοτεχνικά η μαρτυρία της Αρετής Σκεύη, μιας 16χρονης Ηπειρωτοπούλας, η οποία οδηγήθηκε στην αναγκαστική εξορία όπως και χιλιάδες Έλληνες αριστεροί αντάρτες την εποχή εκείνη. Η Αρετή, όπως και όλοι οι άλλοι πολιτικοί πρόσφυγες, είναι τα θύματα της ιστορίας, η οποία δεν συγκινείται από τις τραγικές ατομικές ιστορίες. Δοκίμασα, λοιπόν, έντονα συναισθήματα όταν γνώρισα από κοντά αυτούς τους ανθρώπους, τους οποίους για μια στιγμή τους άγγιξε το χέρι της ιστορίας και τους δημιούργησε βαθιές πληγές που θα κλείσουν όταν και οι ίδιοι κλείσουν τα μάτια τους για πάντα.

Μέσα από το χιούμορ και τον σαρκασμό βλέπουμε τον ελληνικό κόσμο των δεκαετιών του 1970, 1980 και 1990. Τι θα θέλατε να κρατήσετε από εκείνες τις περιόδους και τι να ξεχάσετε;

Η κάθε γενιά δημιουργεί τον δικό της μύθο. Η δική μου γενιά μεγάλωσε τη δεκαετία του ’70, και έζησε τα εφηβικά της χρόνια στη μεταπολίτευση. Μεγαλώσαμε με την τηλεόραση και τον κινηματογράφο. Οι σημερινές γενιές δημιουργούν τον δικό τους μύθο με τα έξυπνα κινητά, τα τάμπλετ και τους ηλεκτρονικούς υπολογιστές. Εμείς ζήσαμε στην επαρχία, κοντά στη φύση, και είναι λογικό αυτές οι εμπειρίες να μεταγράφονται και στη λογοτεχνία. Το χιούμορ και ο σαρκασμός είναι στοιχεία που, κατά τη γνώμη μου, κάνουν πιο ενδιαφέρουσα και πιο ευχάριστη την ανάγνωση ενός κειμένου. Από κείνη την περίοδο κρατάω την αθωότητα, την απλότητα, τη φτώχεια και την πίστη ότι θα μπορούσαμε να αλλάξουμε τον κόσμο.

Έχετε μεταφράσει ξένους ποιητές και έχετε επιμεληθεί το έργο τους. Σας έχει επηρεάσει κάποιος από αυτούς τους ποιητές στο έργο σας;

Ναι, έχω μεταφράσει αρκετούς Ιταλούς ποιητές, όπως τον Παβέζε, τον Μοντάλε, τον Ουνγκαρέτι, τον Πένα και άλλους. Θα έλεγα ότι η μετάφραση με βοήθησε και με βοηθάει να καταλάβω καλύτερα και σε βάθος τη γλώσσα μου. Ψάχνοντας να βρω την πιο ταιριαστή λέξη για να αποδώσω την ξένη, δοκιμάζομαι γλωσσικά και βασανίζομαι δημιουργικά. Θεωρώ τη μετάφραση πρωτότυπη ποίηση, γιατί ο μεταφραστής, αν, κατά την γνώμη μου, δεν είναι και ο ίδιος ποιητής, δεν θα μπορέσει να πετύχει την καλύτερη απόδοση του αλλόγλωσσου ποιήματος.

Το μεγάλο πρόβλημα της γραφής είναι, κατά τη γνώμη μου, με ποιον τρόπο το ατομικό να γίνει συλλογικό και καθολικό. Δεν νομίζω ότι ενδιαφέρει κανέναν να διαβάσει ιστορίες που αφορούν μόνο τον συγγραφέα. Η αυτοαναφορικότητα είναι ένα φαινόμενο που ταλαιπωρεί τη λογοτεχνία και ειδικά την ποίηση.

Παλαιότερα ήσασταν συνεκδότης του περιοδικού Ελίτροχος. Γιατί τα έντυπα περιοδικά μοιάζουν να φθίνουν και τα περισσότερα κλείνουν;

Όταν αλλάζει η εποχή θα πρέπει να προσαρμοστούν όλοι και όλα. Τα έντυπα λογοτεχνικά περιοδικά νομίζω ότι έχουν κλείσει τον κύκλο τους. Ο κόσμος μας ψηφιοποιείται. Οι νέοι συνηθίζουν να διαβάζουν στην οθόνη παρά στο χαρτί. Για κάποιο μεταβατικό διάστημα το οποίο δεν μπορώ να καθορίσω, το χαρτί θα συνυπάρχει με την οθόνη. Έχω όμως την αίσθηση ότι τελικά η αναμέτρηση θα γείρει προς τη μεριά της οθόνης, όσο κι αν αυτό με πονάει, γιατί κι εγώ είμαι παιδί της χάρτινης εποχής.

Τι θα προτείνατε στους νέους που γράφουν;

Να είναι πρώτα απ’ όλα καλοί αναγνώστες. Δεν νομίζω ότι κάποιος που δεν διαβάζει καθόλου μπορεί να γράψει καλά. Είναι λυπηρό και εξοργιστικό συνάμα να βλέπω νέους ποιητές και πεζογράφους να αγνοούν παλιότερους συγγραφείς. Δυστυχώς πολλοί νέοι συγγραφείς έχουν μια απαξιωτική και αλαζονική συμπεριφορά προς τους παλιότερους. Η τέχνη, όμως, πρέπει να έχει μια συνέχεια. Από την όσμωση του παλιού και του νέου θα προκύψει το καινούριο. Δεν υπάρχει παρθενογένεση στην τέχνη. Αυτό θα πρέπει να το καταλάβουν κάποιοι νεότεροι, που έχουν «ψωνιστεί» με την ευκολία που υπάρχει σήμερα στο να διαδίδουν το έργο τους και να σκύψουν, με πραγματικό ενδιαφέρον πάνω στην τέχνη τους. Σε αυτό έχουν μεγάλη ευθύνη και ορισμένοι εκδότες οι οποίοι εκδίδουν σωρηδόν λογοτεχνικά έργα, κυρίως ποίηση, με μοναδικό κριτήριο την οικονομική συμβολή του νέου δημιουργού. Αυτό αλλοιώνει τα πράγματα και προκαλεί σύγχυση για το τι είναι λογοτεχνία. Δεν θα πρέπει λοιπόν το κριτήριο να είναι το οικονομικό στοιχείο αλλά πρωτίστως η ποιότητα του έργου.

Τι σας έχουν μάθει οι γονείς σας και εξακολουθείτε να το τηρείτε;

Ταπεινότητα, απλότητα, σεβασμός προς τους άλλους, αλληλεγγύη και ενδιαφέρον για τα κοινά.

 

Θαμπές ζωές
Γιάννης H. Παππάς
Καστανιώτη
200 σελ.
ISBN 978-960-03-6316-6
Τιμή: €14,84
001 patakis eshop

 

 

πηγή : diastixo.gr