Άρης Φιορέτος: «Μαίρη»

2017-12-29 13:12

Άρης Φιορέτος: «Μαίρη»

Σε μια παλαιότερη συνέντευξή του, ο Άρης Φιορέτος είχε δηλώσει ότι η σπονδυλική του στήλη είναι ελληνική, το νευρικό του σύστημα αυστριακό και η γλώσσα που γράφει η σουηδική. Διότι σύμφωνα με τα στοιχεία της ταυτότητάς του, ο Άρης Φιορέτος γεννήθηκε στο Γκέντεμποργκ της Σουηδίας το 1960, ο πατέρας του ήταν Έλληνας, γιατρός στο επάγγελμα, ο οποίος εγκατέλειψε την Ελλάδα της δύσκολης δεκαετίας του 1950 για πολιτικούς λόγους, και η μητέρα του Αυστριακή. Στο σπίτι ο Φιορέτος άκουγε και έμαθε δύο γλώσσες, τη μητρική-αυστριακή και την ελληνική-πατρική. Οι σπουδές του στην ιστορία της λογοτεχνίας τον έφεραν από το Πανεπιστήμιο της Στοκχόλμης στο Γέιλ των ΗΠΑ. Σήμερα ζει και διδάσκει λογοτεχνία στο Βερολίνο, ενώ από τότε που οι γονείς του εγκαταστάθηκαν στην Ελλάδα, επισκέπτεται συχνά τη χώρα καταγωγής του. Αναμφισβήτητα, λοιπόν, ο Ελληνο-σουηδός [γράφει στα σουηδικά] συγγραφέας είναι η χαρακτηριστική περίπτωση του ανθρώπου της εποχής μας, που οι ρίζες του απλώνονται πολύ πέραν της χώρας καταγωγής του, ο οποίος, όμως, κάποτε επιλέγει να επιστρέψει σ’ αυτήν. Ο Φιορέτος επιστρέφει με τον αλάνθαστο τρόπο της λογοτεχνίας, επιβεβαιώνοντας και τη ρήση του Γκαίτε «Έλλην είναι ο καθείς με τον δικό του τρόπο…», την οποία διαβάζουμε ως μότο στο μυθιστόρημά του Ο τελευταίος Έλληνας (εκδόσεις Καστανιώτη), το οποίο κυκλοφόρησε στην Ελλάδα το 2011, σε μετάφραση Κώστα Κοσμά.

Αν ο Τελευταίος Έλληνας αποτελεί το πρώτο μυθιστόρημα του αποκαλούμενου από τον ίδιο τον συγγραφέα «Ελληνικό τρίπτυχο», η Μαίρη είναι το τρίτο και τελευταίο, με ενδιάμεσο το «Ο μισός ήλιος» (2011), το οποίο δεν έχει μεταφραστεί και κυκλοφορήσει ακόμα στην Ελλάδα. Στο πρώτο μυθιστόρημα της τριλογίας, παρακολουθούμε τις διασταυρούμενες ιστορίες και διαδρομές τριών γενιών της οικογένειας Γεωργιάδη, από τη Σμύρνη στην Ελλάδα και τέλος στη Σουηδία, που εκπροσωπούν την ιστορία των αλλεπάλληλων ξεριζωμών του ελληνισμού κατά τον 20ό αιώνα. Στο δεύτερο, Ο μισός ήλιος, ο Φιορέτος μεταφέρει λογοτεχνικά την ιστορία του πατέρα του, που και πάλι σχετίζεται με τον μεταπολεμικό εκπατρισμό των Ελλήνων προς τις χώρες της Ευρώπης και την προσαρμογή τους σ’ αυτές. Στο τρίτο, ωστόσο, ο Φιορέτος κάνει τη μεγάλη έκπληξη, καθώς απομακρύνεται από την όποια βιωματική έμμεση ή άμεση σχέση μπορεί να έχει με την Ελλάδα, όπως συμβαίνει με τα προηγούμενα μυθιστορήματά του, και επιχειρεί να αφουγκρασθεί/ενσυναισθανθεί και μεταπλάσει λογοτεχνικά ένα από τα πλέον εμβληματικά και μυθοποιημένα κεφάλαια της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας, εκείνο της εξέγερσης του Πολυτεχνείου και της πολυθρύλητης γενιάς που την πραγματοποίησε. Εγχείρημα καθόλου εύκολο και με πολλές παγίδες. Διότι πώς να μεταπλάσεις λογοτεχνικά ένα τόσο μυθοποιημένο γεγονός χωρίς να υποπέσεις στη μεγαλοστομία, στην υπερβολή, στον συναισθηματικό υποκειμενισμό, στην άκριτη προσέγγιση ενός «ζωντανού», έως σήμερα ακόμη, μύθου; Είναι άραγε τυχαίο ότι 44 χρόνια μετά την εξέγερση η σύγχρονη ελληνική λογοτεχνία ελάχιστα έχει «μιλήσει» γι’ αυτήν; Πρόχειρα μου έρχονται στον νου, ως εξαιρέσεις που επιβεβαιώνουν τον κανόνα, Η αρχαία σκουριά της Μάρως Δούκα και το βιωματικό Οι ανθρωποφύλακες του Περικλή Κοροβέση. Ίσως και κάποια ποιήματα της «γενιάς του ’70». Ακόμα και οι μελέτες νεότερων ιστορικών μόλις τελευταία άρχισαν να βλέπουν το φως της δημοσιότητας, όπως του Κώστα Κορνέτη Τα παιδιά της δικτατορίας, που αντιμετωπίζει συνολικότερα την παρουσία εκείνης της γενιάς στα χρόνια της επταετίας. Υπάρχουν βέβαια και κάποιες –λίγες– αυτοβιογραφικές καταθέσεις εκπροσώπων της γενιάς του Πολυτεχνείου, με προσωπική παρουσία και δράση στα τότε γεγονότα, όπως είναι των Γιώργου Βερνίκου, Ολύμπιου Δαφέρμου και Νίκου Μπίστη.

Ο Άρης Φιορέτος ούτε ανήκει σ’ αυτήν τη γενιά –ήταν 13 χρονών το 1973– ούτε και ζούσε εκείνη την περίοδο στην Ελλάδα. Αυτό είναι θετικό, διότι τον προφυλάσσει από τις παγίδες που ήδη αναφέρθηκαν, ενώ ταυτόχρονα του προσφέρει ένα ευρύ πεδίο για να κινηθεί λογοτεχνικά χωρίς τα οποιαδήποτε βαρίδια – πλην εκείνων που απαιτεί η ίδια η λογοτεχνία. Και πώς κινείται; Πώς εγκολπώνεται λογοτεχνικά αυτό το κορυφαίο γεγονός; Από ποιες οπτικές το «βλέπει», συμπαρασύροντας και τον αναγνώστη, τον Έλληνα αλλά και τον ξένο; Ο Φιορέτος, υπερβαίνοντας τις όποιες ιδεολογίες και τους όποιους μύθους, τολμά να «σωματοποιήσει» την εξέγερση και τα όσα επακολούθησαν, χρησιμοποιώντας ως όχημα το γυναικείο σώμα και τη γυναικεία ψυχοσύνθεση. Το Πολυτεχνείο, δηλαδή, ως γυναικείο σωματικό βίωμα. Και για να γίνω πιο συγκεκριμένη: Η ηρωίδα του Φιορέτου, με το αμφιλεγόμενο όνομα Μαίρη, είναι μια 23χρονη τελειόφοιτη φοιτήτρια αρχιτεκτονικής, όταν ξεκινά το τριήμερο της εξέγερσης στο Πολυτεχνείο της Αθήνας, μέσα και πέριξ αυτού. Την τρίτη ημέρα της εξέγερσης και λίγες ώρες πριν τις τελικές συγκρούσεις των φοιτητών και γενικότερα των νέων, μέσα και έξω από το Πολυτεχνείο, με τον στρατό και την αστυνομία, η Μαίρη μαθαίνει ότι είναι έγκυος. Ο πατέρας του παιδιού και αγαπημένος της είναι ο Δήμος, ένας φοιτητής ενταγμένος ιδεολογικά στο αντιδικτατορικό φοιτητικό κίνημα, ο οποίος είναι μέσα στο Πολυτεχνείο. Επιπλέον είναι αυτός που έχει στήσει τον ραδιοφωνικό σταθμό των φοιτητών/-τριών και εκφωνεί τα συνθήματα και τις εκκλήσεις των εγκλείστων. Μέσα σε μια ατμόσφαιρα ακραίας έντασης, με τα δακρυγόνα να έχουν κατακλύσει και πνίξει το κέντρο της Αθήνας και την περιοχή πέριξ του Πολυτεχνείου, τους σποραδικούς πυροβολισμούς που ήδη αρχίζουν να πέφτουν από «ελεύθερους» σκοπευτές, το πλήθος του νεαρόκοσμου, και όχι μόνον, που συνωστίζεται έξω από το Πολυτεχνείο, η Μαίρη προσπαθεί να φτάσει και να μπει μέσα για να ανακοινώσει στον εξεγερμένο αγαπημένο της την είδηση της εγκυμοσύνης της. Στο χάος που επικρατεί, ένας ταξιτζής προθυμοποιείται να την πάει στο Πολυτεχνείο, αυτήν καθώς κι ένα νεαρό δεκαεφτάχρονο κορίτσι. Ωστόσο πρόκειται για παγίδα. Ο ταξιτζής δεν είναι παρά ένας χαφιές που τις παραδίδει στους ασφαλίτες. Το μυθιστόρημα ουσιαστικά ξεκινάει από τη σύλληψη της Μαίρης. Ωστόσο, θα πρέπει να σημειώσω ότι οι σελίδες στις οποίες ο Φιορέτος αναπαρασταίνει την εξεγερσιακή ατμόσφαιρα εκείνων των ημερών εντυπωσιάζουν με τη δύναμη που εκλύουν. Έντονες εικόνες, διαυγείς στις λεπτομέρειές τους, χωρίς καμία προσπάθεια υπερβολής, απέριττα αληθοφανείς. Η ματιά του Φιορέτου απέναντι στην εξέγερση του Πολυτεχνείου είναι αποστασιοποιημένη μεν, σεβαστική δε. 

Ο Άρης Φιορέτος ούτε ανήκει σ’ αυτήν τη γενιά –ήταν 13 χρονών το 1973– ούτε και ζούσε εκείνη την περίοδο στην Ελλάδα. Αυτό είναι θετικό, διότι τον προφυλάσσει από τις παγίδες που ήδη αναφέρθηκαν, ενώ ταυτόχρονα του προσφέρει ένα ευρύ πεδίο για να κινηθεί λογοτεχνικά χωρίς τα οποιαδήποτε βαρίδια – πλην εκείνων που απαιτεί η ίδια η λογοτεχνία.

Όπως ήδη ανάφερα, το μυθιστόρημα ουσιαστικά ξεκινά από τη σύλληψη της Μαίρης, όμως ο συγγραφέας, πιστός στους νεωτερικούς αφηγηματικούς τρόπους που μετέρχεται –τους είδαμε κυρίως στον Τελευταίο Έλληνα– αναποδογυρίζει την αφήγηση, παραθέτοντας, δίκην προλόγου, στοιχεία που αντιστοιχούν στο τέλος του μυθιστορήματος, αλλά προσφέρουν τα κλειδιά για την εξέλιξη της πλοκής. Η οποία πλοκή περιστρέφεται γύρω από έξι ερωτήσεις που τιτλοφορούν ισάριθμα κεφάλαια με τις αντίστοιχες αφηγήσεις-απαντήσεις. Ποιος; Γιατί; Πού; Τι; Πώς; Πότε; Αυτές τις ερωτήσεις-απαντήσεις θέτει, απαντά και γράφει, όπου βρει, η ηρωίδα του Φιορέτου, καθώς αφηγείται σε πρώτο πρόσωπο την ιστορία του έρωτά της με τον Δήμο, από τη σύλληψή της έως την τελική μεταφορά της στην έσχατη τοποθεσία του εγκλεισμού και αφανισμού της, στον πρώτο όρμο του «νησιού». Οι δύο ιστορίες διαπλέκονται συνεχώς, καθώς η μία ξεπηδά μέσα από την άλλη, σε δύο παράλληλους χρόνους που στοιχειοθετούν αφενός τον παρελθόντα χρόνο πριν τη σύλληψη της Μαίρης, και αφετέρου τον παρόντα χρόνο, από τη στιγμή που συλλαμβάνεται, μεταφέρεται στην οδό Μεδούσης –όπου βασανίζεται– και τέλος καταλήγει στο νησί – που δεν κατονομάζεται αλλά πρόκειται για τη Μακρόνησο. Η ευρηματική –και ευρύτερη– οπτική του Φιορέτου μετουσιώνεται λογοτεχνικά μέσω της έμφασης που δίνει στο γυναικείο βίωμα, όπως αυτό εγκιβωτίζεται στο γυναικείο σώμα, το οποίο γίνεται αφενός αποδέκτης κάθε είδους βίας, βαρβαρότητας και πόνου και, αφετέρου, φορέας ζωής και ελπίδας. Σ’ αυτό το αντιθετικό δίπολο, βαρβαρότητα-πόνος και ελπίδα-ζωή εντάσσονται και οι υπόλοιποι γυναικείοι χαρακτήρες που πλαισιώνουν τη βασική ηρωίδα και που αποτελούν μια μικρή γυναικεία κοινωνία, ένα παράδειγμα αλληλεγγύης, ανθρωπιάς, δύναμης και αξιοπρέπειας. Πρόκειται για τις γυναίκες συγκρατούμενες της Μαίρης, αρχικά στην «οδό Μεδούσης», στη συνέχεια στο «νησί». Καθεμία με την προσωπική της ιστορία, καθεμία με τον χαρακτήρα της. Ανάμεσά τους κι ένα πεντάχρονο παιδί, που η μητέρα του προτίμησε να το πάρει μαζί της. Και, βέβαια, η Μαίρη, που δεν πτοείται από τον πόνο που προκαλούν στο σώμα της τα κάθε διαστροφής βασανιστήρια, αλλά νοιάζεται μόνο μην πάθει τίποτα το σποράκι στην αρχή, βερίκοκο και μανταρίνι αργότερα, που μεγαλώνει στα σπλάχνα της. Γιατί το άκρως πιεστικό δίλημμα που αντιμετωπίζει η Μαίρη καθ’ όλη τη διάρκεια του εγκλεισμού της είναι το εξής: Αν μιλήσει θα συλληφθεί ο άντρας που αγαπάει αλλά η ίδια θα αφεθεί ελεύθερη και θα σωθεί το παιδί που εγκυμονεί. Αν δεν μιλήσει, θα συμβεί το αντίθετο. Τι θα επιλέξει;

Η Μαίρη έχει πίσω της και την προσωπική τραυματική οικογενειακή της ιστορία, η οποία, επίσης, σ’ έναν βαθμό, καθορίζει και την τελική της επιλογή, εκτός από την «πολιτική της καρδιάς», στην οποία πιστεύει. Η οικογένειά της είναι ακραία συντηρητική και φιλοχουντική. Η μητέρα της, μάλιστα, είναι υπεύθυνη για τα λεγόμενα «Μαύρα Αρχεία» με τα ονόματα των αντιστασιακών φοιτητών και όχι μόνον. Λόγω της αποπνικτικής οικογενειακής κατάστασης, ο κατά έξι χρόνια μεγαλύτερος, αγαπημένος της αδελφός, έχει φύγει από την Ελλάδα και βρίσκεται κάπου στη μακρινή Αλάσκα, η οποία στη φαντασία της Μαίρης λειτουργεί περίπου σαν τη Γη της Επαγγελίας. Η ίδια η ηρωίδα έχει περάσει πολιομυελίτιδα και από τότε κουτσαίνει ελαφρά. Δεν είναι τυχαίο ότι η Μαίρη δεν αποκαλύπτει ούτε καν το όνομά της, το οποίο θα μπορούσε από μόνο του να της προσφέρει την πολυπόθητη ελευθερία. Εδώ θα μπορούσαμε να εντοπίσουμε κι ένα δεύτερο αντιθετικό δίπολο: Στον έναν πόλο ο Δήμος, που εκπροσωπεί την αντιδικτατορική/εξεγερσιακή πλευρά τής, τότε, ελληνικής κοινωνίας, της νεολαίας περισσότερο, και στον αντίθετο πόλο η φιλοχουντική οικογένεια της Μαίρης που εκπροσωπεί μια όχι και τόσο ασήμαντη μερίδα της ίδιας κοινωνίας. Η Μαίρη βρίσκεται έξω και από τις δύο, εκφράζοντας κυρίως τον έρωτα, την αγάπη, τη ζωή, την πίστη στις ανθρώπινες σχέσεις που οικοδομούνται με βάση αυτές τις αξίες. Δεν διεκδικεί απόλυτες αλήθειες όπως ο Δήμος. Έχει μια αθωότητα που συναρπάζει, έστω και μέσα στις στιγμές του ζόφου που επιλέγει να βιώσει. 

Η ευρηματική –και ευρύτερη– οπτική του Φιορέτου μετουσιώνεται λογοτεχνικά μέσω της έμφασης που δίνει στο γυναικείο βίωμα, όπως αυτό εγκιβωτίζεται στο γυναικείο σώμα, το οποίο γίνεται αφενός αποδέκτης κάθε είδους βίας, βαρβαρότητας και πόνου και, αφετέρου, φορέας ζωής και ελπίδας.

Ο κυρίως μυθιστορηματικός χώρος που στήνει ο Φιορέτος –δηλαδή το «νησί»– είναι σαφώς δυστοπικός. Το «νησί» σέρνει πίσω του μια βαριά ιστορία. Είναι ο εμβληματικός τόπος στον οποίο εγκιβωτίζεται το χειρότερο και πλέον βάρβαρο κομμάτι της μεταπολεμικής ελληνικής Ιστορίας, το οποίο αντιπροσωπεύεται από τους κάθε λογής διεστραμμένους βασανιστές και ανθρωποφύλακες. Οι υπαινικτικές πινελιές του Φιορέτου διογκώνουν και βαραίνουν ακόμα περισσότερο το ιστορικό βάρος του «νησιού» παρά το ελαφρύνουν. Η πενηντάχρονη Ιουλία, που «επισκέπτεται» τρίτη φορά το νησί μέσα σε είκοσι χρόνια και μεταδίδει την… πείρα της στις νιόφερτες και νεότερες συγκρατούμενες της. Πείρα επιβίωσης, δηλαδή. Οι παλιοί τάφοι του νεκροταφείου με τα μισοσβησμένα ονόματα από άλλοτε ζοφερές και βάρβαρες εποχές. Η νεότερη ελληνική Ιστορία πατικωμένη μέσα στο άνυδρο και ανεμοδαρμένο χώμα του «νησιού».

Παραπάνω έγινε λόγος για τις νεωτερικές αφηγηματικές τεχνικές του Φιορέτου, πρέπει όμως οπωσδήποτε να σταθούμε και στους εσωτερικούς ρυθμούς του μυθιστορήματός του, τη δύναμη των εικόνων του, την θερμότητα που εκλύεται στις σελίδες του, την ειλικρίνεια που αναδύεται από αυτές και πάνω από όλα στην ποιητική της γλώσσας του. Όπως και στον Τελευταίο Έλληνα, ακόμα περισσότερο στη Μαίρη, ο Φιορέτος χρησιμοποιεί τρόπους που προσιδιάζουν στην ποίηση, όπως η παρομοίωση και η μεταφορά.

Παραδείγματα: Ο Δήμος είναι Δέντρο, το μωρό που κυοφορεί η Μαιρη, είναι Ήλιος, φιστικάκι, βερίκοκο, μανταρινάκι, αστροναύτης. Η μητέρα της είναι το κατακάθι του καφέ, το βασανιστήριο της φάλαγγας είναι «τσάι» και ο βιασμός «φρυγανιά», «αστυνομικά μπιζού» τα σημάδια από τα βασανιστήρια, οι φοιτητές στο Πολυτεχνείο φωνάζουν «Είμαστε από ξύλο», τα λόγια τους έχουν τη δύναμη των θαυμαστικών, οι αρουραίοι είναι ξύστες, η οδός Μεσογείων, όπου ήταν η Ασφάλεια το 1973, παρομοιάζεται με τη θεά-ερπετό Μέδουσα, γίνεται οδός Μεδούσης, οι έξι βασικές ερωτήσεις παρομοιάζονται με τα σπυριά του ροδιού, σύμβολο της γονιμότητας. Οι ποιητικοί τρόποι διαχέονται σε όλες τις σελίδες του βιβλίου, τις χρωματίζουν, άλλοτε τις γλυκαίνουν κι άλλοτε τις σκληραίνουν, οπωσδήποτε εμπλουτίζουν αυτό το πολυδιάστατο –γυναικείο, βασικά– μυθιστορηματικό σύμπαν, με τον πολύ πόνο, τον αδιαμφισβήτητο έρωτα, την πίστη σ’ αυτόν, την ανθρωπιά που αντιπαρατάσσεται στη βία και στη βαρβαρότητα. Ένας τόσο μεγάλος και ποικίλος γλωσσικός πλούτος δεν θα μπορούσε, ίσως, να αναδειχτεί με τόση πειστικότητα και συνέπεια χωρίς την εξαιρετική μετάφραση του Κώστα Κοσμά, ο οποίος είχε μεταφράσει και τον Τελευταίο Έλληνα και έτσι μπορέσαμε να γνωρίσουμε αυτό τον σπουδαίο συγγραφέα, αυτόν τον Έλληνα της Διασποράς, και να επικοινωνήσουμε σε βάθος με τα δύο μυθιστορήματά του που, επισημαίνω και πάλι, εντάσσονται στο «Ελληνικό τρίπτυχό» του.

Θα πρέπει, τέλος, να προσθέσω ότι η Μαίρη, μόλις κυκλοφόρησε στη Γερμανία, κατέκτησε την πρώτη θέση στον μηνιαίο κατάλογο των καλύτερων λογοτεχνικών έργων της δημόσιας γερμανικής ραδιοφωνίας, ο οποίος επιλέγεται από τους 24 πιο σημαντικούς κριτικούς της χώρας.

 

Μαίρη
Άρης Φιορέτος
Μετάφραση: Κώστας Κοσμάς
Πατάκης
435 σελ.
ISBN 978-960-16-7341-7
Τιμή: €17,70
001 patakis eshop

 

 

 

πηγή : diastixo.gr