Αντώνης Φωστιέρης: «Τοπία του Τίποτα»

2017-12-07 15:46

Αντώνης Φωστιέρης: «Τοπία του Τίποτα»

Ο Αντώνης Φωστιέρης, μετά από εννέα ποιητικές συλλογές και εννέα περιδιαβάσεις σε ποιητικά τοπία, δικά του και σε πολλά άλλα άλλων, κατέπλευσε στα Τοπία του Τίποτα. Με έναν ελιγμό, στην Ουτοπία. Εκεί που είναι το ωραιότερο κατάμερο εκείνου που το επιλέγει και, ως εκ τούτου, το έχει δημιουργήσει με τα δικά του υλικά και το έχει αναδείξει σε προσωπικό του παράδεισο ή απλώς το έχει απογυμνώσει, αποκαρδιωτικά, από κάθε ψιμύθιο. Πολυδιαβασμένος και πολυβραβευμένος ποιητής, έχοντας ταξιδέψει πολύ, λόγω της Αμοργινής –νησιωτικής και ποιητικής του καταγωγής από τον Σιμωνίδη τον Αμοργίνο- ο Φωστιέρης, έτσι σοφός που έγινε, μπορεί να διακωμωδεί τα πάντα, όπως και ο αρχαίος πρόγονος. Μπορεί να φέρνει τα πάνω κάτω, τα μέσα έξω, να βλέπει τα αόρατα, να ακούει τα ανάκουστα.

Μπορεί, δηλαδή, να ταξιδεύει και στα Τοπία του Τίποτα για να θέτει και να αίρει τα πάντα, με όχημα το γραπτό-ποίημα, όλο ερωτήματα, που αρχίζει και δεν τελειώνει, που είναι ένα «σύμπαν από τίποτα» και γίνεται η μοίρα μας – «το γραφτό μας» (σ. 9). Και, έτσι, ρωτώντας και μη παίρνοντας απάντηση, απαντά ο ίδιος. Ό,τι κι αν ρωτάς ένα είναι το ριζικό σου· να μην παίρνεις απάντηση και πάντα σ’ αυτό να γυρνάς. Κάτω από το εμφανές χιούμορ μια διακριτική ειρωνεία, κι ο ποιητής ισορροπεί στο κενό. Ματαιοπονεί για το τίποτα; Ίσως, αλλά, χωρίς αυτό, τίποτα δεν υπάρχει. Και τον έχει από το παρελθόν απασχολήσει σοβαρά: «Πάρε λοιπόν το μολύβι του Τίποτα / Ζωγράφισε τα γνήσια τοπία» (Μικρή αναδρομική, «Πρόλογος ή Επίλογος»), κι ακόμα «Καθώς το τίποτα είναι πολύ / Ενώ το λίγο τίποτα» (Μικρή αναδρομική, «Αυτό που μένει»). Και η ωραία ματαιοπονία συνεχίζεται: «Γράφω / Έγραψα·/Έχω γράψει / Καλά ως εδώ / Όμως μου λείπει ο μέλλοντας / Αδόκιμη η προστακτική. / Κι η οριστική του ευφημισμός / Της ευκτικής / Ανώμαλο ρήμα, εντέλει. /Περίπλοκο. / Ποιος μπορεί να το μάθει;» («Γράφω», σ. 10). Μια μικρή στάση εδώ: «η οριστική του» (του «γράφω») ευφημισμός της ευκτικής». Εν ολίγοις δεν γράφει, μακάρι, είθε να έγραφε. Το θέμα προσδιορίστηκε. Το ρήμα φταίει· και βέβαια, όχι ως γραμματικός τύπος, αλλά ως ενέργεια· και όχι ως ενέργεια καθ’ εαυτήν αλλά ως εκκίνηση από την πηγή του τίποτα. Από το άρρητο. Μα εκείνος επιμένει: «Θέλω να γράψω ένα ποίημα» και αμέσως μας δίνει τις προδιαγραφές. Πώς το θέλει, τι να έχει, τι να λέει, τι να σώζει. Σαν εκείνο το «καταρκυθμεύω» που έψαχνε να βρει ο Ελύτης, «μ’ ελάχιστα φωνήεντα», «Πολλά σύμφωνα κατασκουριασμένα κάππα ή θήτα ή ταυ… αγορασμένα … από τις αποθήκες του Άδη» («Ρήμα το σκοτεινόν»).

Όλη η εμπειρία της ποιητικής πορείας, όλα τα ερωτήματα που η τέχνη θέτει αλλά δεν απαντά, όλα συγκεντρώνονται σε μία μόνο απάντηση: Η Τέχνη είναι μια απάτη που κάνει πιο όμορφη και πιο υποφερτή την αποδοχή του Τίποτα. Το μεγάλο Τίποτα που προϋπήρξε και έπεται της ύπαρξης.

Ο ποιητής, αναζητώντας την ποιητική, ανακαλύπτει τη ζωή ή καλύτερα την ουσία του όντως όντος. Και εκείνο που διαχειρίζεται –το τίποτα– ενσαρκώνεται σε «ανύπαρκτα χρώματα», «χορδές μιας άρπας μακρινής», «σάρκα του αέρα», το μηδέν σε «περιδίνηση», «Ωκεανός κρυμμένος στη σταγόνα» («Το πραγματικό», σ. 16). Έτσι το θέμα, από ποιητικό, μετεξελίσσεται σε οντολογικό. Ποια είναι η ουσία του κόσμου; Και ποια είναι η ουσία με την οποία ασχολείται η Ποίηση; Το Τίποτα. Το τίποτα γίνεται Τέχνη, όπως και από το τίποτα έγινε ο κόσμος. «Το εκ του μη όντος ον» θεωρεί ο Ελύτης καθαρή δημιουργία (Εκ του πλησίον, σ. 34). Η μεταφορά του τίποτα σε τέχνη, με όχημα τη φαντασία αλλά και άλματα δυναμικά για να αποκολληθεί εκείνο το ό,τι που θα πάρει σάρκα και οστά και θα μετατραπεί σε κάτι. Ο Νάσος Βαγενάς προσδιορίζει τη ζωή ως «ένα κάτι ανάμεσα σε δυο τίποτα» (Πανωραία, σ. 56).

Και ο Φωστιέρης μελετώντας όλες τις αντιφάσεις των φαινομένων, συνθέτει το αρνητικό του θετικού και το αντίστροφο. Και το αφήνει στον μέλλοντα που έλεγε πως του λείπει. Στο μελλοντικό και στο αναπόδεικτο επαφίεται η φιλοδοξία του να δικαιωθεί.

Η συλλογή έχει κάτι απροσδιόριστο, κάτι γλυκό και πικρό, κάτι που στήνει και ξεστήνει, κρύβει τις στρογγυλάδες της ομορφιάς του – ρυθμούς και μέτρα, ισοσύλλαβα, κρυμμένες ομοιοκαταληξίες, καημό αφανέρωτο, σοφίας απόσταγμα.

Και τι είναι η ποίηση παρά η μετάφραση του αγνώστου σε κάτι πιο άγνωστο, γράφοντας διαβάζοντας, ερμηνεύοντας, προσπαθώντας να μπει στα έγκατα του ποιήματος ή του ποιητικού νου. «Ποιο χθόνιο λαρύγγι άραγε / Δίνει φωνή σ’ ένα φωνήεν», «Μηδαμινές μπουκιές αέρα», «Σώμα με σώμα διεκδικούν / Ό,τι ονειρεύτηκαν πως είναι», «Στο άυλο / Απόβαρο / Της ύλης».

Η ανυπαρξία υπάρχει μόνο και ιδού η αντίφαση. Δεν έχει σημασία το πολύ ή το λίγο μιας ζωής αλλά η ίδια η ζωή. Κανείς δεν χάνει ό,τι δεν έχει, λέει αποφθεγματικά ο Μάρκος Αυρήλιος. Κι ο ποιητής παίζει πάνω σ’ αυτή την ιδέα.

Ο Χρόνος είναι εχθρός, «Εκείνου / Του μικρού παιδιού / Που κάποτε / Ήσουν» (σ. 83), «Το υδροκέφαλο φίδι δαγκώνει / Την πελώρια ουρά του» (σ. 84), «Ενθάδε», τίτλος σαν επιτύμβιο (σ. 85), ο «πρώιμος αποχαιρετισμός» (σ. 86), «Σκυλί ο χρόνος γλείφοντας / Τα κόκαλά μας» (σ. 71) με μια ακουστική και ουσιαστική αναφορά, παρά την ορθογραφική διαφορά, παραπέμπει στου Οδυσσέα Ελύτη τον στίχο «κι ο χρόνος γλύπτης των ανθρώπων παράφορος».

Η ποιητική συλλογή είναι αλυσίδα μαθημάτων. Κάθε κρίκος κι ένα ποίημα, μια μικρή εξέλιξη στη μακρά πορεία της Εξέλιξης του σύμπαντος και του αγώνα του σκεπτόμενου ανθρώπου να προσδιορίσει τον κόσμο που τον περιβάλλει. Ως εκ τούτου η ποιητική συλλογή είναι μαθήματα ποιητικής ή ποιητικής φιλοσοφίας ή οντολογίας ή μεταμόρφωση της μιας στην άλλη ή ταύτιση της μιας με την άλλη ή εν τέλει ο ποιητής έχει απλώς να διαχειριστεί το θνητό του σώμα. Η Ποίηση τον βοηθάει στη μακρά ήδη τη «ρολογίσια περιέλιξη αοράτου νήματος/ Γύρω απ’ τον άξονα». Το ποίημα είμαι εγώ, μοιάζει να λέει ο ποιητής, σαν να είναι αυτός ο ίδιος, και το είναι του και το μη είναι του, ο διαχειριστής του τίποτα που τον περιβάλλει και αυτό προσπαθεί να προσδιορίσει. Όλη η εμπειρία της ποιητικής πορείας, όλα τα ερωτήματα που η τέχνη θέτει αλλά δεν απαντά, όλα συγκεντρώνονται σε μία μόνο απάντηση: Η Τέχνη είναι μια απάτη που κάνει πιο όμορφη και πιο υποφερτή την αποδοχή του Τίποτα. Το μεγάλο Τίποτα που προϋπήρξε και έπεται της ύπαρξης. Η αποδοχή πως τόση καρδιά, τόση ψυχή, πόνος και πάθος, τόση προσπάθεια, είναι για να δώσουμε μόνο λίγη θέση στην αυταπάτη· ένα φάρμακο για «να μη νοιώθεται για λίγο η πληγή», όπως έλεγε ο Καβάφης. Όλη η Τέχνη μια προσπάθεια να στολίσει αυτή την πληγή. Να την κάνει φως.

Και την κάνει φως, ο Φωστιέρης, με μια γλώσσα που ξέρει να μετεωρίζεται πάνω από τις αντιφάσεις, να επιλέγει τις σπάνιες, εύηχες λέξεις, να υπενθυμίζει τα γνωστά αλλιώς διατυπωμένα, να φιλτράρει μέσα από το δικό του εκφραστικό μέσο, τις δικές του ποιητικές αναμνήσεις, κρυπτομνησίες ή μη, από τις οποίες αθέατοι αλλά ορατοί εμφανίζονται οι πρόγονοι ποιητές. Να βλέπει τα πράγματα να σπαράζουν «στου ήλιου τη θηλιά» (σ. 64), όπως ο Γ. Σεφέρης τα έβλεπε να «σπαρταρούν σαν τα ψάρια» στου ήλιου το «χρυσό δίχτυ» («Αγιάναπα» Α΄). Να μετεωρίζεται πάνω από τα βράχια του νησιού του που αρμέγει «μαύρο στ’ όνομά του Α μ ο ρ γ ό ς» (σ. 47), να συλλέγει ήχους από «τη θάλασσα …που είναι αληθινή, / Σαν ψέμα» (σ. 46), να παρακολουθεί το «αίλουρο έαρ που κρύπτεται» (σ. 62), να διαβάζει καρκινικά τις λέξεις – ΝΗΜΑ/ΑΜΗΝ, ΞΑΝΑ/ΑΝΑΞ, δείχνοντας πως η οδός «Πάνω ή κάτω» είναι «Μία και ωυτή» (σ. 64). Να βρίσκει τις συνομοταξίες των ήχων και των συλλαβών –έλαφος/ ελέφας–, την αντιστοιχία των γραμμάτων και των σωμάτων, και των λέξεων και των ζώων (σ. 67), τα μεγάλα ποιήματα και τα μικρά της ίδιας ποιητικής δύναμης και τα μεν και τα δε, τους αποφθεγματικούς στίχους, την ωραία γραμματοσειρά.

Κρατώ για επίλογο: «Ο μόνος παράδεισος / Είναι αυτός: / Ο χαμένος» και «Η Ποίηση» είναι απλώς «Μεταφορές παρομοιώσεις κρέμονται / Σαν τάματα. Προσθέτω μια: / Ελιξίριο λέξεων» (σ. 77).

Προσθέτω κι εγώ άλλη μία: «Μέθεξη», από την περιδιάβαση στα Τοπία του Τίποτα, τη δική μου Ουτοπία.

 

Τοπία του Τίποτα
Αντώνης Φωστιέρης
Καστανιώτη
96 σελ.
ISBN 978-960-03-5634-2
Τιμή: €12,72
001 patakis eshop

 

 

πηγή : diastixo.gr