Βασίλης Ζηλάκος: «Το κελαηδιστό πουκάμισο» κριτική του Ζαχαρία Κατσακού

2017-05-17 09:17
Βασίλης Ζηλάκος: «Το κελαηδιστό πουκάμισο» κριτική του Ζαχαρία Κατσακού


Αν στις ποιητικές συνθέσεις Η κούπα του τσαγιού (2010) και Ξύλο ξανθό π’ αφράτεψε στο στόμα (2012), το ποιητικό υποκείμενο συνομιλούσε με τη διαχρονία της αναζήτησης του νοήματος και του εαυτού, της ταυτότητας του προσώπου και του κόσμου, τότε η νέα ποιητική συλλογή του Βασίλη Ζηλάκου που φέρει τον τίτλο Το κελαηδιστό πουκάμισο δεν είναι παρά το έργο στο οποίο εκφράζεται η συγχρονία του ποιητικού βλέμματος, η κατάληξη της περιπέτειας και η περαίωση της αναζήτησης.

Η ρομαντική σύλληψη του ποιητικού κράματος, η περιδινητική και περινεκρική ατμόσφαιρα, η εικονοποιία, το μεταφυσικό υπόστρωμα και η μετατόπιση της πραγματικότητας ενυπάρχουν στο νέο βιβλίο, αναδύεται όμως ένας λόγος που διαφοροποιείται περισσότερο στη σύνθεση και λιγότερο στο ύφος και τα εκφραστικά μέσα, αντιπαραβάλλοντάς το με τα δύο πρώτα βιβλία του δημιουργού.

Η συλλογή συγκροτείται από τρία μέρη, ενώ προτάσσεται μια μικρή, όμως εξαιρετικά διαφωτιστική εισαγωγή που συναπαρτίζεται από πέντε ποιήματα. Σε αυτά ο ποιητής προαναγγέλλει ουσιαστικά το αντικείμενο της αναζήτησής του. Η «μητέρα» («Ανωνύμου») γίνεται η περιβάλλουσα μορφή της ποιητικής μνήμης και το σημείο εκκίνησης του ποιητικού λόγου. Η «μητέρα» είναι μια μορφή σχεδόν χαοτική, γύρω από την οποία συστρέφεται η διαρκής γέννηση, αλλά και ο θάνατος των ποιητικών ιδεών. Πρόκειται για την άγουσα μορφή της ζωής και του θανάτου, καθώς αυτή γίνεται φορέας της οντολογίας των αισθημάτων και των φορτίων που επώασαν όλη την περιπέτεια του κόσμου. Είναι η μήτρα που γεννά τη ζωή, την αγάπη, τον έρωτα και τον θάνατο. Συμβολίζεται επίσης, μέσω αυτής, η σχέση του όντος με το «μη ον» και η σχέση της ζωής με τη μεταφυσική εκδοχή της. Τέλος ο «δάσκαλος» («Άνοιξη σχεδόν») που ως τώρα ήταν ποιητικό αντίκρισμα, «καθοδηγητής» και μορφοποιός εστία των ποιητικών ιδεών γίνεται τώρα ένας απλός παρατηρητής των ενεργειών του ποιητικού υποκειμένου.

Ο ποιητής επισημαίνει, σχολιάζει, κρίνει και αξιολογεί τη σύγχρονη ιστορία όχι ως συρραφή γραμμικών γεγονότων, αλλά ως θραύσματα μιας βιωμένης πραγματικότητας. Ο αναγνώστης προσλαμβάνει την ποιητική ιδέα σαν να είναι ο δικός του κριτικός μύθος.

Στο πρώτο μέρος («Καμπύλο γυμνό») ο ποιητής ομοιώνεται με τις μορφές που πλάθει η συνείδησή του. Η ανθρώπινη πορεία δεν είναι παρά μια διαδικασία ζωής και θανάτου. Οι πληγές, τα σώματα, οι πράξεις των ανθρώπων και η οδοιπορία τους στην ιστορία δεν είναι παρά σχέσεις και αιτιότητες που συνιστούν πνευματικούς θύλακες και στρώματα μέσω των οποίων θα περιέλθει και θα αναρριχηθεί το ποιητικό υποκείμενο για να εξασφαλίσει τα στοιχεία που θα το οδηγήσουν στην αναγνώριση και την αποδοχή μιας καθαρμένης, πλέον, ταυτότητας του εαυτού και του κόσμου. Με τον τρόπο αυτό, τόσον ο ποιητής όσο και το ανθρώπινο υποκείμενο αναδημιουργούνται. Στην ανάδυση αυτής της νέας ανάγνωσης για τη φύση, την αλήθεια, τη σκέψη και των αντικειμένων της εγγράφονται υπερβατικές όψεις της πραγματικότητας, ενώ γίνονται ορατές και οι ιδέες του Διονυσίου Σολωμού για την εσχατολογία των ποιητικών μορφών, κυρίως όπως αυτές ιχνογραφήθηκαν στα έργα του «Ο Λάμπρος», «Ο Κρητικός» και «Ο Πόρφυρας».

Στο δεύτερο μέρος («Το σταχτί ποτάμι») το ποιητικό βλέμμα εστιάζει στη χώρα. Η προβολή της δεν είναι παρά το ελληνικό τοπίο. Ο ποιητής επισημαίνει, σχολιάζει, κρίνει και αξιολογεί τη σύγχρονη ιστορία όχι ως συρραφή γραμμικών γεγονότων, αλλά ως θραύσματα μιας βιωμένης πραγματικότητας. Ο αναγνώστης προσλαμβάνει την ποιητική ιδέα σαν να είναι ο δικός του κριτικός μύθος, μελετά τα ποιητικά ιδεολογήματα που καθαίρεσαν τον στοχασμό από τον τόπο, αναγνωρίζει τελικώς, μέσα από το «Κελαηδιστό πουκάμισο», την πορεία μιας χαμένης και αόρατης γενιάς. Είναι αυτονόητο ότι τα ποιήματα και οι τίτλοι («Δίσεκτα χρόνια», «Μεσόγειος», «Ελλάδα, 20… Μ.Χ.», «Το πνεύμα της διχασμένης χώρας» κ.ά.) υποδηλώνουν την αποδομημένη και θρυμματισμένη ελληνική χώρα του παρόντος. Τέλος, η εκλεκτική αύρα του Μίλτου Σαχτούρη γίνεται διακριτή μέσα από τους ποιητές της αγνότητας και της ειλικρίνειας οι οποίοι, όπως στο ποίημά του «Ο ελεγκτής», είναι εκείνοι που θα «μαρτυρήσουν» τον ανθρώπινο πόνο των σύγχρονων καιρών, αποκαλύπτοντας το βάθος της ποιητικής ουσίας («Tellus poetica greca», «Το φθινόπωρο των ποιητών που στάθηκαν αληθινοί», «Σκιά και ηχώ» κ.ά). Μέσα από το αίσθημα της καρδιάς και μέσα από την αγάπη θα εκφράσουν τις δομές που συνιστά το αιχμηρό τοπίο μιας χώρας που «Είναι ένα μακρύ φωνήεν που ταξιδεύει ταχύτερα απ’ τις θύελλες / κι όμως σαν τη φωτίτσα τρεμοφέγγει».
Βασίλης Ζηλάκος: «Το κελαηδιστό πουκάμισο» κριτική του Ζαχαρία Κατσακού

Στο τρίτο μέρος («Σκληρή αχτίδα») το ποιητικό υποκείμενο χρησιμοποιώντας τις αποφορτισμένες πια έννοιες θάνατος, χώμα, νύκτα, θάλασσα και άνεμος επιδιώκει να μεταμορφώσει την πραγματικότητα («Είμαστε η ανυπομονησία της μεταμόρφωσης»), προσπαθεί να στρέψει τις σκέψεις του στη «Σκληρή αχτίδα» της ελπίδας, σε ένα μέλλον στο οποίο οι άνθρωποι θα σκέφτονται τις λέξεις και όχι την προβολή της σκιάς τους («Πες λουλούδι, ουρανός, θάλασσα / και σκέψου τις λέξεις, όχι το τοπίο»), ένα μέλλον στο οποίο δεν μπορεί παρά να εγγράφεται η γενναιότητα ως αγάπη και η αγάπη ως γενναιότητα («Προσδοκώντας»). Στο μέλλον όπου η έννοια «εξορία» δεν θα υπάρχει για κανέναν ποιητή και προφήτη («Άτιτλο»).

Είναι προφανής η δηλωτική και η συνυποδηλωτική προσέγγιση της διαρκούς γέννησης και του θανάτου, της επιστροφής του ποιητικού υποκειμένου στις υπώρειες του θαύματος της ζωής. Η αναζήτηση του Βασίλη Ζηλάκου στους τρεις λόγους ήταν μια συνεχής εμπειρία της μνήμης στη διαχρονία και συγχρονία των ποιητικών μορφών. Η εμπειρία αυτή στο Κελαηδιστό πουκάμισο έγινε πράξη της ίδιας της γλώσσας και των δομών της γιατί μέσα σε αυτό το βιβλίο ο Βασίλης Ζηλάκος διατύπωσε την ποίησή του με μιαν άμεση γλώσσα, σαφώς πιο ανοιχτή στους κραδασμούς των συγκινησιακών φορτίων. Ο συγκρατημένος υπαινιγμός που εκβάλλει σιωπηλά με αφορισμούς ή ερωτήματα («Τα μάτια μας, όμως, γιατί είναι απόψε τόσο μεγάλα») και η ειρωνεία με τις ποικίλες εκδοχές μέσα από την αιφνίδια ανακατανομή του ειρμού («Είμαστε εμείς, οι ποιητές των Αθηνών  / οι όχι και τόσο ευπρεπείς μα άκρως περιποιημένοι») που συμφύρεται ενίοτε με έναν «δωρικό» αυτοσαρκασμό αποτελούν καίριες εκφραστικές δομές του βιβλίου. Τα ποιήματά του, πιο αφηγηματικά και δραματικά, με ροή και ελεγχόμενο μεταβατικό ειρμό, αναδεικνύουν τη ρευστότητα της συγκίνησης, αλλά και έναν λυρισμό με ιδιότυπα χαρακτηριστικά.

Η ιδιαιτερότητα αυτού του λυρισμού βρίσκεται στην προσεγμένη ισορροπία ανάμεσα στην πρόθεση και την ψυχική ένταση, ανάμεσα στη δύναμη των εικόνων και την ιδεολογική τους πύκνωση. Η εγγραφή, τέλος, ενός στοχαστικού ποιητικού λόγου που ακροβατεί με αρμονία μεταξύ του υπαρξιακού και του μεταφυσικού βιώματος συμπληρώνουν αυτή την ιδιαιτερότητα.

Με το Κελαηδιστό πουκάμισο συμπληρώνεται μια τριλογία συγκινησιακών αναβαθμών και μια συμπαγής ενότητα ποιητικής. Το σκηνικό που αρθρώθηκε στα δύο πρώτα ποιητικά βιβλία του Βασίλη Ζηλάκου δεν ήταν παρά ένα σκηνικό αποκάλυψης και οραματικής σύλληψης, ερχόμενο σε ευθεία και αιχμηρή αντίθεση με την «αιτιοκρατική» λογική και την αποσαθρωμένη ιδεολογία του σημερινού δυτικού πρώτιστα πολιτισμού στο επίπεδο της κοινωνικής και πολιτικής ανομίας (που εκφράστηκε στα βιβλία κυρίως μέσα από την προβολή συμβόλων), αλλά και, γενικότερα, στο επίπεδο της απίσχνανσης και σύγχυσης των ιδεών που συγκροτούν το σύγχρονο πολιτισμικό οικοδόμημα.

Η ποίησή του εκκινεί από έναν μετρημένο ερμητισμό ο οποίος μεταμορφώνεται διαρκώς, καθώς η συγκίνηση γίνεται θραύσμα ενός σύμπαντος που ακροβατεί ανάμεσα στο όνειρο και την ενόραση, στο ένστικτο και το άρρητο, στην ευτοπία και την ουτοπία.

Ο Βασίλης Ζηλάκος διήλθε τον ποιητικό του βιότοπο ιχνηλατώντας τους ήχους αρχέτυπων πνευματικών και υλικών μορφών. Τα κύματα ώσης αυτών των συγκινήσεων συστρέφονται γύρω από έναν κεντρομόλο μηχανισμό με βαθύτατα εσωτερικά και αιχμηρά αισθηματικά φορτία. Αποκάλυψε, με τον τρόπο αυτό, έναν κόσμο που κινείται αρμονικά ανάμεσα στην ιδεαλιστική εκδοχή του ποιητικού νοήματος και τη μελέτη των ταξινομημένων αισθητικών δομών, έτσι όπως τις παρέδωσε κυρίως η ρομαντική αντίληψη. Η ποίησή του εκκινεί από έναν μετρημένο ερμητισμό ο οποίος μεταμορφώνεται διαρκώς, καθώς η συγκίνηση γίνεται θραύσμα ενός σύμπαντος που ακροβατεί ανάμεσα στο όνειρο και την ενόραση, στο ένστικτο και το άρρητο, στην ευτοπία και την ουτοπία, τελικώς στην αποδόμηση και την προθετική ανασυγκρότηση. Η ποίησή του ακουμπά στη σιωπή και την κραυγή μιας οργανωμένης αλληλουχίας κατηγορημάτων που έχουν τη δυνατότητα να συσπειρώνονται γύρω από ένα ενεργειακό πεδίο συγκινήσεων στο οποίο οι έννοιες ζωή και θάνατος δεν είναι διακριτές ποιητικές συμβάσεις, αλλά συναιρέσεις του ποιητικού νοήματος και λειτουργούν ως ενιαία και αδιάρρηκτη συγκινησιακή μονάδα. Η θεματική του γύρω από τον στοχασμό του χρόνου, τη σκηνογραφία των ενορμήσεων, της φύσης, του ελλειμματικού «ίδιου» και του ελλειμματικού «άλλου», της ανθρώπινης ύπαρξης, του ζώντος θανάτου και της θνήσκουσας ζωής διαμόρφωσε την ποιητική του σκέψη και ιδεολογία που είναι ένα δάσος ποιητικού στοχασμού με αιφνίδιες υπαρξιακές εκδοχές και ένας λυρισμός βάθους ο οποίος περιβάλλει σαν κέλυφος το ποιητικό corpus.

Στους τρεις αυτούς ποιητικούς λόγους συνευρίσκονται και συνομιλούν εκλεκτικά δημιουργοί και ιδέες της διαχρονίας όπως ο Ησίοδος και ο Ηράκλειτος, η ρομαντική ποιητική και ο αγγλικός μοντερνισμός, η γερμανική αντίληψη περί ιδεαλισμού, ο εμπειρισμός και ο υπαρξισμός, ενώ ενυπάρχουν η αύρα από το μεταφυσικό βάθος του Paul Celan έως το τέλος της παρθενικής αγαθότητας του Peter Huchel και οι ήχοι από τις αναμνήσεις του John Keats έως τους οραματικούς εφιάλτες του William Blake.

Είναι προφανές ότι κάθε ένα από τα τρία αυτά βιβλία μπορεί να διαβαστεί αυτόνομα. Ο αναγνώστης όμως πρέπει να μελετήσει στο σύνολό τους αυτούς τους τρεις λόγους γιατί αποτελούν ενιαία ποιητική κατάθεση. Θα μπορέσει έτσι, πιστεύω, από τη μια πλευρά να αντιληφθεί με πληρότητα το στίγμα και τους ποιητικούς κώδικες που συνιστούν τα χαρακτηριστικά τής, έως σήμερα, εκφραστικής πορείας του δημιουργού της, ενώ από την άλλη πλευρά θα μπορέσει να προσλάβει έναν ποιητικό λόγο με συγκινησιακή έκταση και βάθος, έναν λόγο δηλαδή αισθητικά και δυναμικά λαμπρό μέσα στα σκοτεινά και δύσβατα τοπία της νεοελληνικής ποίησης.

 

Το κελαηδιστό πουκάμισο
Βασίλης Ζηλάκος
Κουκούτσι
72 σελ.
ISBN 978-618-81518-2-6
Τιμή: €9,00

001 patakis eshop

 

 

 

πηγή : diastixo.gr