Πεζογραφία-«Ρωξάνη» της Ηρώς Νικοπούλου

2017-07-28 01:37
 

Πάλι μου μίλησε απότομα. Τελευταία το ’χει παρακάνει. Είναι καιρός που την παρατηρώ, όλο νεύρα είναι και το μούτρο της στρυφνό σαν να ‘χει στομαχόπονο. Και δεν εξηγεί κιόλας, να πει τι έχει, τι την βασανίζει, μόνο κάθεται ώρες ακίνητη σαν τ’ άσπρα πλάσματα της πλατείας. Τα βλέπω και τα λυπάμαι μες στη βροχή και το κρύο, αφού μερικές φορές τους γνέφω να μπουν στο σπίτι, στη ζεστασιά, μόνο όταν λείπει εκείνη φυσικά, ποτέ μπροστά της. Αυτά όμως ακούνητα, επιμονή που την έχουν! Φυσικά θα ‘χουν το λόγο τους. Αυτή όμως τι λόγο έχει; Παλιότερα όταν την έβλεπα έτσι την πλησίαζα, την άγγιζα, την μαλάκωνα. Τώρα ούτε αυτό δεν θέλει. Δεν ανέχεται τίποτε, άσε που κοντεύουμε να σκάσουμε εδώ μέσα απ’ την κάπνα, το ένα τσιγάρο μετά το άλλο, σκέτο φουγάρο, κι όταν κάποτε αποφασίζει να ασχοληθεί λίγο μαζί μου μόλις με πλησιάζει φρικάρω, πνίγομαι, απλώς δεν της το δείχνω από ευγένεια και από φόβο, γιατί έτσι που είναι μπορεί να κάνει μετά κάνα χρόνο να με ξαναπλησιάσει. Μου μιλάει και τα χνώτα της μοιάζουν με δηλητηριώδη αέρια, τα λεπτά της δάχτυλα που τόσο ανυπομονώ να αισθανθώ πάνω μου βρωμοκοπάνε σαν αυτουνού που έρχεται κάθε Χριστούγεννα κρατώντας μια κουδούνα· ποτέ δεν κατάλαβα σε τι του χρειάζεται η κουδούνα, αφού εμείς στο σπίτι μας έχουμε ρεύμα, δεν το ξέρει;

Προσπαθώ να εντοπίσω την αιτία του εκνευρισμού της. Παρατηρούσα προχθές τις γάμπες της, πάντα είχε χυτές καλοσχηματισμένες γάμπες, ακόμα και τώρα που έχουν παχύνει, εξακολουθούν να είναι όμορφες, ίσως φταίει αυτό, κάποια κιλά παραπάνω πάντα μας κάνουν και νιώθουμε έξω απ’ τα νερά μας, κι εγώ το παθαίνω όταν δεν προσέχω και με πιάνει βουλιμία. Τον περασμένο μήνα έλειψε για δύο ολόκληρες ημέρες, αυτή καλά μάλλον πέρασε, εγώ όμως από την μοναξιά έπαθα κατάθλιψη κι έφαγα ό,τι υπήρχε στο σπίτι και να σου τα παραπάνω κιλά, δεν μπορούσα να πάρω ανάσα, δυσκολευόμουν ν’ ανέβω στις καρέκλες και τα νεύρα μου κουρέλια. Βέβαια δεν ξέρω αν οφειλόταν σ’ αυτό η νευρική μου υπερένταση ή στο ότι της είχα θυμώσει, γιατί όσο να ‘ναι με πείραξε που έφυγε και με παράτησε. Της κράτησα μούτρα για τέσσερις ολόκληρες ημέρες, κι αυτή που άλλοτε μόλις μ’ έβλεπε έτσι με καλόπιανε για να τα ξαναφτιάξουμε, τώρα αμφιβάλλω αν το πήρε καν είδηση. Βρίσκεται εντελώς στον κόσμο της, έχω αρχίσει να ανησυχώ σοβαρά.

Ακόμα και στο θέμα του ύπνου αρχίζουν να δημιουργούνται προβλήματα μεταξύ μας. Πού πήγε η παλιά μας συνήθεια να κοιμόμαστε αγκαλιά; Τώρα υπάρχουν φορές που αισθάνομαι πως απλώς με ανέχεται στο κρεβάτι της, κι έτσι κουλουριάζομαι κάπου στην άκρη και προσπαθώ να μην πολυκουνιέμαι, να μην αναπνέω, αν γίνεται, γιατί φοβάμαι πως θα με διώξει.

Ευτυχώς που της συνέβη ένα μικροατύχημα και χρησίμευσα κι εγώ σε κάτι, έγινε τέλος πάντων με κάποιο τρόπο αισθητή η παρουσία μου. Εχθές καθώς μαγείρευε κοτόπουλο, και μου είχε σπάσει η μύτη απ’ την μυρωδιά, έκαψε το χέρι της. Άρχισε να ουρλιάζει, κράταγε το πονεμένο της δάχτυλο και χοροπηδούσε γύρω-γύρω σαν Ινδιάνος –το ’χουμε δει μαζί σε ταινία αυτό– προσπαθώντας να πετάξει τον πόνο από πάνω της. Τότε πήγα κοντά της και χωρίς πολλά λόγια άρχισα να τη φιλάω στο καμένο σημείο που είχε ήδη σηκώσει φουσκάλα. Το σάλιο είναι το καλύτερο φάρμακο για κάτι τέτοια. Έτσι, επιτέλους, χαλάρωσε για λίγο.

Με πληγώνει αφάνταστα η ψυχική απόσταση που υπάρχει το τελευταίο διάστημα ανάμεσά μας, με αποτέλεσμα να καταφεύγω σε πράγματα που παλιά δεν συνήθιζα. Ας πούμε, εγώ δεν είχα ποτέ φετίχ με τα παπούτσια. Ε, λοιπόν, δεν είχα αλλά απέκτησα. Φετίχ, λέω, με τα παπούτσια της, απέκτησα. Την προηγούμενη βδομάδα είχε κατέβει στα μαγαζιά για ψώνια, χρειαζόταν αρκετά πράγματα – απ’ ό,τι λέει, λόγω των επιπλέον κιλών δεν της μπαίνει πια ρούχο. Από τη στριμάρα της όμως, φαντάζομαι, δεν μπόρεσε να βρει τίποτε απ’ όσα ήθελε, κατάφερε να πάρει μόνο ένα ζευγάρι παπούτσια. Είναι από μαλακό δέρμα και πρέπει να την βόλεψαν γιατί τα φοράει συνέχεια. Λοιπόν, μόλις τα βγάζει πηγαίνω κρυφά και τα μυρίζω. Χώνομαι μέσα και ρουφάω όλες τις μυρωδιές που μου στερεί η ιδιοτροπία της. Πάντα μου άρεσε η μυρωδιά της, αλλά δεν έκανα κι έτσι. Αν συνεχιστεί για πολύ αυτή η κατάσταση θα χάσω τελείως την αξιοπρέπειά μου. Το μόνο που με κάνει να ελπίζω κάπως είναι που την άκουσα στο τηλέφωνο να κλείνει ραντεβού μ’ ένα γιατρό, αν κατάλαβα καλά είναι ψυχολόγος.

Μακάρι να πάει, νομίζω όπως είναι η μόνη λύση. Γιατί εγώ αποκλείεται να πάω. Δεν μπορώ. Άλλωστε δεν έχω εγώ το πρόβλημα, δεν είμαι εγώ που έχω αλλάξει. Εγώ την αγαπάω πάντα το ίδιο. Αυτή είναι που δημιουργεί τα προβλήματα, αυτή μου συμπεριφέρεται όλο και πιο ψυχρά, σαν να μην με ξέρει.

Σαν να μην είμαι, πια, η γάτα της.

 

Η Ηρώ Νικοπούλου γεννήθηκε στην Αθήνα και σπούδασε ζωγραφική στην ΑΣΚΤ. Έχει εκδώσει οκτώ βιβλία ποίησης και πεζογραφίας. Τελευταίο της βιβλίο είναι η συλλογή διηγημάτων: Ασφαλής πόλη (εκδόσεις Γαβριηλίδης, 2015). Συνδιευθύνει με τον Γιάννη Πατίλη το ιστολόγιο Πλανόδιον – Ιστορίες Μπονζάι. Είναι μέλος του ΕΕΤΕ, της Εταιρείας Συγγραφέων και του Κύκλου Ποιητών.

 

 

πηγή : diastixo.gr