«Νίκος Γρηγοριάδης (μετά θάνατον)» του Μ. Γ. Μερακλή

2016-02-10 16:28
«Νίκος Γρηγοριάδης (μετά θάνατον)» του Μ. Γ. Μερακλή


Ο Νίκος Γρηγοριάδης είταν ένας καλός και σεμνός φίλος μου, συμφοιτητής στη Φιλοσοφική Αθηνών. Κι ένας καλός ποιητής.

Πριν πεθάνει, μου είχε δώσει αντίτυπο του συγκεντρωτικού τόμου των ποιημάτων του (1963-2005). Ήθελα πολύ να γράψω για το βιβλίο του αλλά, όπως συνήθως, διάφορα με πήγαιναν ολοένα πιο πίσω. Του το είχα κιόλας υποσχεθεί. Και έχω γι’ αυτό μια τύψη μέσα μου.

Ανέκαθεν έβρισκα στοιχεία σημαντικά στα ποιήματά του, με αποτυπωμένη σ’ αυτά μια προσωπική φωνή. Είταν σαφέστατος στην έκφρασή του και (αυτό ίσως είναι το πιο δύσκολο στην ποίηση), παρά ταύτα, οι στίχοι του ασκούσαν μιαν υποβολή, δημιουργώντας συγχρόνως καθαρές εικόνες και σκηνές. Άρχισε μιλώντας για έναν έρωτα σχεδόν αδηφάγο, δοσμένος ολοκληρωτικά σ’ αυτόν: «Όσο σε γεύτηκα εγώ, δεν γεύτηκαν τ’ αγρίμια αίμα». Εντούτοις, οι άγριοι καιροί όπου ζούσαμε τον απέσπασαν από την απολυτότητα εκείνη: «Οι Γερμανοί τεράστιοι μες στις αναλαμπές./ Κλάματα γυναικών στους κυνηγημένους δρόμους». Κι ύστερα, σιγά σιγά, άρχισε να ωριμάζει επώδυνα η συνείδηση της υπεροπλίας του κακού: «Τώρα στα μέσα της ζωής ξεφτίσανε τα όνειρα/ κι η τόλμη η πρώτη δε μας παραστέκει./ Μείναμε οι πειθαρχικοί· ό,τι μας λένε, είμαστε/ παίρνουμε ό,τι μας πετάξουν».

Ο έρωτας δεν χάθηκε μέσα στα χρόνια, αλλά διασωζόταν με αλλεπάλληλες πληγές: «η μουσική της σάρκας,/ τα ψιθυρίσματα πιο κάτω./ Πώς λάμπουνε, πώς κελαηδούν αόρατα μες στη σιωπή/ τα βέλη του θανάτου!».

Αναλαμπές υπάρχουν, που ίσως όμως μοιάζουν με τους «δισσούς λόγους» μιας Πυθίας, γιατί μπορούν αυτές να υποκρύπτουν και κάποιαν ειρωνεία, στην εποχή που γράφονται (1981): «Μάνα,/ τα “μαμά” και “μανούλα” που ήξερες/ ξέχασέ τα. Κι άσε τα “μη”/ και τα “να ’ρθείς νωρίς”./ Εγώ τώρα πια, μάθε το,/ είμαι τυλιγμένος στις αφίσες/ και τις κόκκινες σημαίες./ Ζεστές μάνα,/ ζεστές και στοργικές/ σαν τις φασκιές σου».

Όμως λίγο πιο κάτω διαβάζω: «Καλά είμασταν τόσα χρόνια στο σκοτάδι./ Όχι που σκόπευα να σου κρύψω τίποτα./ Κι εγώ στη λάμψη της αστραπής το αντιλήφθηκα/ πως βρίσκομαι σε άλλο χώρο/ νεκρός».

Ολοένα περισσότερο «παλιννοστούν οι μνήμες». Για να γλυκαίνουν ή και να κάνουν, αντίθετα, πιο πικρή τη συνεχή παλίντονη κίνηση από μαύρο σε μαύρο: «Από το ένα στο άλλο μαύρο/ κυκλοφορούν θαμπωτικά χρώματα/ με ήχους τέλεια αρμονικούς/ που κάποτε σπάνε και βυθίζονται/ στο χώμα. Πάνω/ αναφύονται σταυροί μνήμης/ κι ένα σκαθάρι ερημίτης/ περνά και δοκιμάζει τα φτερά του».

Με ποντιακή καταγωγή, αισθάνεται κοντά του τα Πάθη του Πόντου. Κι έτσι, δύο ποτάμια μνήμης ενώνονται και γίνονται ένα – το ένα με όσα έζησε η γενιά του, το άλλο με την αιματοβαμμένη ιστορία του Πόντου, που τον περιηγήθηκε κι ένιωσε τα παλαιά εκείνα να γίνονται σαν τωρινά και ζωντανά: «Αόρατα κι όμως παρόντα συνεχώς,/ όπως ο θεός των πιστών ή το χρυσό/ του ονείρου». Με την περιήγησή του η ευαισθησία του εμψύχωσε τους αλλοτινούς τόπους απ’ όπου πέρασε, τη ζωή των προγόνων που πέρασαν. Ευρηματικά εμβολιάζονται σχετικοί στίχοι του και με την ποντιακή διάλεκτο, και μοιάζει σαν οι πεθαμένοι να ζωντανεύουν και να ξαναβρίσκουν τη λαλιά τους (που δεν την ξεχνούν, ωστόσο, οι πείσμονες ζωντανοί επίγονοί τους). Υπάρχουν ποιήματα, που μέσα από την πολλή θλίψη τους φεγγρίζει μια παρηγορητική προσδοκία ανάστασης νεκρών:

...Ω σεις λησμονημένοι
με τη γεύση στα χείλη της μοναξιάς
κι εσείς που μέσα σας ουρλιάζουν τα σκοτάδια,
μπρος μου διαβαίνετε σιωπηλοί
με καταιγίδες στις αίθριες ψυχές σας,
μάταια περιμένοντας
κάποιος να ’ρθεί μ’ αναδρομές
τη νέκρα των καιρών σας να θερμάνει.

Μ’ ένα του λόγο της φθοράς
τ’ άφθαρτα των χρησμών σας τα συνθέματα
μακάριος ν’ αποκρυπτογραφήσει.

Είναι ένας καλός, πολύ καλός ποιητής ο Νίκος Γρηγοριάδης. Αλλά πού να βρεθούν στη σημερινή «των ιδεών την πόλι», αγιάτρευτα φθαρμένη από κυρίαρχους «παρεοκράτες» και κλακαδόρους, πού να βρεθούν και κάποιοι δικαιοκράτες!

Πηγή : diastixo.gr