Μελέτες-Δοκίμια-Άντον Τσέχοφ: «Νήσος Σαχαλίνη» κριτική της Ανθούλας Δανιήλ

2016-02-24 19:10
Νήσος Σαχαλίνη Άντον Τσέχοφ μετάφραση: Ελένη Κατσιώλη Λέμβος


Η Σαχαλίνη είναι ένα μεγάλο νησί –«κάτεργο εξορίας»– στον Ειρηνικό Ωκεανό, όπου έταξε ο Άντον Τσέχοφ σκοπό της ζωής του να πάει και να καταμετρήσει τους κατάδικους που ζούσαν σ’ αυτό, το οποίο απείχε από τη Μόσχα σχεδόν 10.000 χιλιόμετρα.

Και πήγε. Ήταν τριάντα χρονών και άρρωστος από φυματίωση. Πήγε να τους καταμετρήσει για να θυμίσει στον κόσμο ότι υπάρχουν. Πήγε χωρίς κρατική εντολή, χωρίς χορηγό, χωρίς υπηρέτες, χωρίς σωματοφύλακες, χωρίς να διαμαρτύρεται από τη φυματίωση που τον βασάνιζε. Πήγε με τρένα, με ατμόπλοια και άμαξες, σχεδόν επί τρεις μήνες, μέσα από δάση και βουνά, ποτάμια και λίμνες, βάλτους και στέπες, χωριά και πόλεις, θάλασσες και στεριές, δρόμους γεμάτους λάκκους, αγριανθρώπους, φονιάδες και χαμάληδες. Ανθρώπους ξεχασμένους από όλους, και από τον εαυτό τους ακόμα. Γιατί το όνομα όλων είναι «δεν Θυμάμαι». Όμως αυτό το ταξίδι είναι μια εμπειρία. Μαθαίνει τη Σιβηρία. Πώς φτάνουν εκεί οι εξόριστοι; Με τα πόδια, πώς αλλιώς; Περπατώντας δύο ή τρία χρόνια και με αλυσίδες στα πόδια. Ο Τσέχοφ πήγε εκεί και μίλησε μαζί τους. Μίλησε με κατάδικους, άποικους, αξιωματούχους και πολιτικούς κρατουμένους, παρότι για τους τελευταίους ήταν απαγορευμένο. Πρόλαβε και επισκέφτηκε τριάντα εννέα χωριά από τα εξήντα πέντε. Κατέγραψε τα χαρακτηριστικά των ανθρώπων, τις ιδιότητές τους, τον τρόπο ζωής, το σύστημα διακυβέρνησης, το φυσικό περιβάλλον. Πώς ζουν στους σαράντα βαθμούς υπό το μηδέν, με βροχές χωρίς σταματημό, στον παγωμένο και άγριο αέρα, την άγρια φύση, σε ξύλινες καλύβες που πλημμυρίζουν όταν βρέχει, χωρίς παράθυρα, χωρίς έπιπλα, γεμάτες κοριούς, χωρίς τα στοιχειώδη για ζωή. Πώς ζουν με τόσες κακουχίες, τόσο σκληρές και απάνθρωπες ανθρώπινες σχέσεις. Η φύση εδώ δεν μοιάζει με της άλλης Ρωσίας. Ούτε οι άνθρωποι μοιάζουν με τους άλλους Ρώσους, ούτε ξέρουν ποιος είναι ο Πούσκιν και ο Γκόγκολ, είναι όμως ιππότες προς τη γυναίκα τους, την οποία, ωστόσο, ευχαρίστως παραχωρούν σ’ έναν φίλο έναντι αμοιβής. Κάνει κρύο, επί εννιά μήνες δεν βγάζουν τα γάντια, ο παππούς βήχει, η γιαγιά βογκάει, το μωρό κλαίει.

Ο Τσέχοφ πήγε εκεί και μίλησε μαζί τους. Μίλησε με κατάδικους, άποικους, αξιωματούχους και πολιτικούς κρατουμένους, παρότι για τους τελευταίους ήταν απαγορευμένο. Πρόλαβε και επισκέφτηκε τριάντα εννέα χωριά από τα εξήντα πέντε.

Όταν ταξιδεύουν με βάρκα, οι βαρκάρηδες βρίζονται με κακία χωρίς λόγο. Όταν φτάνουν σε γέφυρα, πρέπει να κατεβούν και να μπουν μέσα στα νερά (σκηνή γνωστή, την οποία μας παραδίδει ο Νικήτα Μιχάλκοφ, και όχι μόνο, στην ταινία Μαύρα μάτια). Σ’ ένα μέρος κολλήσανε στη λάσπη. Ο Φιοντόρ Πάβλοβιτς είναι μαζί του και τον κατευθύνει. Ένας γενειοφόρος άντρας με μια βέργα μετράει το βάθος της λάσπης και τους υποδεικνύει τον δρόμο. Μέσα στη λάσπη υπάρχει μια ράχη. Θα βαδίζουνε στη ράχη, θα στρίψουν αριστερά, μετά δεξιά. Θα βρουν μιαν άλλη ράχη, που φτάνει στον ποταμό. Φτάνει στη φυλακή Αλεξάντροφσκι με φυλακισμένους στα καταναγκαστικά έργα. Η φυλακή μοιάζει με στρατώνα με ξύλινες παράγκες, αυλή με παραδειγματική καθαριότητα. Ούτε λακκούβες, ούτε πετραδάκι. Ο θάλαμος ευρύχωρος, έχει παράθυρα και φως, σανιδένιο πάτωμα, σανιδένια κρεβάτια χωρίς στρωσίδια, κοιμούνται απευθείας στο σανίδι ή στρώνουν παλιά ξεσκισμένα τσουβάλια. Τα ρούχα τους και κάθε τι σάπιο είναι αηδιαστικό, κουρέλια, λίγο ψωμί, μπουκάλια, μπόγοι, εργαλεία. Οι κρατούμενοι στέκουν προσοχή και κοιτάζουν σιωπηλοί τους επισκέπτες, «ζωή σε αποθήκη με όλη τη μηδενιστική σημασία της λέξης», γράφει ο Τσέχοφ. Οι φυλακισμένοι εδώ δεν είναι αλυσοδεμένοι, είναι ελεύθεροι να πάνε όπου θέλουν, ούτε φορούν ομοιόμορφα ρούχα. Αυτοί που έχουν συλληφθεί πρόσφατα, γιατί είχαν αποπειραθεί να αποδράσουν, είναι κλειδωμένοι στο «δεσμωτήριο». Η πιο συχνή απειλή είναι «θα σε βάλω στο δεσμωτήριο». Σ’ έναν μικρό θάλαμο, είκοσι τρεις άντρες «κουρελιασμένοι, βρόμικοι, αλυσοδεμένοι, με απαίσια παπούτσια τυλιγμένα με παλιόπανα και δεμένα με σκοινιά. Στη γωνία υπάρχει μια βούτα. Ο καθένας κάνει τις φυσικές του ανάγκες με την παρουσία είκοσι μαρτύρων».

Νήσος Σαχαλίνη Άντον Τσέχοφ μετάφραση: Ελένη Κατσιώλη Λέμβος

«Το μισό τους κεφάλι αναμαλλιασμένο και το άλλο μισό, το ξυρισμένο, έχει αρχίσει να μαλλιάζει». Ο αναγνώστης που έχει διαβάσει του Πάστερνακ το μυθιστόρημα Δρ Ζιβάγκο ή έχει δει την ταινία, εύκολα θα αναγνωρίσει εκείνη τη σκηνή στο τρένο, με τον Κλάους Κίνσκι αλυσοδεμένο που πάει για τη Σιβηρία, όπως επίσης θα αναγνωρίσει και τον ήρωα με το μισό ξυρισμένο κεφάλι του Νικήτα Μιχάλκοφ στην ταινία Ο κουρέας της Σιβηρίας.

Παρακάτω συναντάμε τη «φημισμένη» Σοφία Μπλιουφστέιν, την «αλαφροχέρα», που καταδικάστηκε σε τρία χρόνια καταναγκαστικά έργα για απόδραση από τη Σιβηρία. «Μια μικροκαμωμένη, με μαλλιά που έχουν γκριζάρει, πρόσωπο τσαλακωμένο, γερασμένο. Στα χέρια έχει αλυσίδες». Αυτή ζούσε σε καλύβα ελεύθερη και ήταν πολύ όμορφη, τόσο που την ερωτεύτηκε ο δεσμοφύλακας και δραπέτευσαν μαζί. Αλλά τους συνέλαβαν και τώρα είναι αλυσοδεμένη.

Για τα αποχωρητήρια γράφει ότι «το μεγαλύτερο ποσοστό του ρωσικού πληθυσμού περιφρονεί αυτή την άνεση». Αποχωρητήρια δεν υπάρχουν πουθενά και όπου υπάρχουν υποχρεωτικά, στα μοναστήρια, στα χάνια, στους επαγγελματικούς χώρους, στις εμπορικές εκθέσεις, είναι «φοβερά αηδιαστικά».

Ο Τσέχοφ με αυτό το βιβλίο μοιάζει σαν να κάνει αφιέρωμα σε όλους αυτούς που πριν από εκείνον έγραψαν, ενώ όλοι εκείνοι που ακολούθησαν κάνουν αφιέρωμα σ’ αυτόν. Η Σαχαλίνη είναι Κόλαση διαρκής χωρίς ελπίδα Ανάστασης, όπως ήλπισε ο Τολστόι. Συγκλονιστικό ανάγνωσμα.

Ο κρατούμενος που είναι μαραγκός δεν έχει χρέος να φτιάξει μια στέγη μόνο, αλλά να πάει στο δάσος, οχτώ χιλιόμετρα μακριά, να κόψει το δέντρο και να το κουβαλήσει. Οι μαραγκοί ζεμένοι με τους κορμούς έχουν στο πρόσωπο ζωγραφισμένη την οδύνη, ιδίως αν προέρχονται από τον Καύκασο. Τον χειμώνα παθαίνουν κρυοπαγήματα. Ακόμα και η διοίκηση ξέρει πως η δουλειά τους είναι η πιο σκληρή από όλες τις άλλες.

Φυσικά, στη φυλακή της Σαχαλίνης λειτουργεί κι ένα μικρό Μόντε Κάρλο. Τυχερά παιχνίδια και υπηρεσίες τοκογλυφίας – και κυκλοφορεί πολύ χρήμα. Γίνονται κλεψιές και φόνοι γι’ αυτό. Οι υπάλληλοι των φυλακών και οι κατάδικοι μπορούν εύκολα να μετατραπούν σε υπηρέτες του διοικητή, του επόπτη, του γιατρού. Μπορεί δηλαδή κάποιος να έχει ντουζίνες υπηρέτες κατάδικους, γιατί το κάτεργο λειτουργεί σαν δουλοπαροικία. Από τη συγκλονιστική αφήγηση του Γιέγορ, κρατάω το σημείο: «Μας χτυπούσαν με τα μαστίγια και προχωρούσαμε, κι επειδή είχαμε πάθει νυχτερινή τύφλωση, ο ένας κρατιόταν από τον άλλο». Αφήγηση που λες ότι έρχεται κατευθείαν από πίνακα του Ιλιά Γεφίμοβιτς Ρέπιν, όπου προβάλλει όλη η εξαθλίωση του ανθρώπου.

Εκείνο που αυτόματα αισθάνεται ο αναγνώστης είναι πως όλα τού φαίνονται γνωστά από τον Ντοστογέφσκι, τον Τολστόι, τον Σολόχοφ, τον Γκόγκολ, τον Σολτσενίτσιν, τις ταινίες που αναπαρήγαγαν τα πάθη των ανθρώπων. Ο Τσέχοφ με αυτό το βιβλίο μοιάζει σαν να κάνει αφιέρωμα σε όλους αυτούς που πριν από εκείνον έγραψαν, ενώ όλοι εκείνοι που ακολούθησαν κάνουν αφιέρωμα σ’ αυτόν. Η Σαχαλίνη είναι Κόλαση διαρκής χωρίς ελπίδα Ανάστασης, όπως ήλπισε ο Τολστόι. Συγκλονιστικό ανάγνωσμα.

Νήσος Σαχαλίνη
Άντον Τσέχοφ
μετάφραση: Ελένη Κατσιώλη
Λέμβος
624 σελ.
ISBN 978-618-80958-9-2
Τιμή € 20,00
001 patakis eshop

Πηγή : diastixo.gr