"Ένα Περιστέρι Έκατσε σε Ένα Κλαδί Συλλογιζόμενο την Ύπαρξή του"

2016-02-15 18:12

Cine - Δράση: Τετάρτη 17 Φεβρουαρίου 8:15΄μμ, ΤΥΠΕΤ

O Ρόι Άντερσον, από τους πιο ιδιαίτερους Ευρωπαίους σκηνοθέτες, είναι γνωστός στο Cine-Δράση από την ταινία του «Τραγούδια από το δεύτερο όροφο», που μαζί με το «Εσείς οι ζωντανοί» και το «Περιστέρι», αποτελούν την αφιερωμένη στην αβάσταχτη ελαφρότητα της ανθρώπινης ύπαρξης τριλογία του. Σ' αυτήν, φιλοδοξεί να αποδείξει τι σημαίνει να είσαι άνθρωπος, να σχολιάσει, να κριτικάρει και να κατανοήσει την ουσία του, ασχολούμενος, όχι με τα δραματικά και τα μεγάλα, αλλά με τα πιο μικρά, καθημερινά, ασήμαντα και μπανάλ στοιχεία της ζωής.

Όπως λέει ο ίδιος, ο τίτλος της ταινίας αποτελεί ένα σχόλιο για τις ταινίες «δήθεν», που δεν έχουν πολλά να πουν, αλλά θέλουν με ένα σοφιστικέ τίτλο ή διάφορα άλλα προκλητικά στοιχεία να τραβήξουν την προσοχή. Όσο για το νόημα που αυτή κρύβει τονίζει: «...Για μένα, υπάρχουν τρία πράγματα που με απασχολούν και τα θεωρώ πολύ σημαντικά: Το ένα είναι η έλλειψη ενσυναίσθησης, γεγονός που ειδικά στις μέρες μας οδηγεί στην διαρκώς αυξανόμενη έλλειψη σεβασμού. Το δεύτερο είναι η ευπάθεια. Είμαι πολύ λυπημένος όταν βλέπω ανθρώπους ευάλωτους να ταπεινώνονται. Η ταπείνωση είναι το τρίτο που με απασχολεί...»

Όπως συμβαίνει με όλες τις ταινίες του, είναι εξαιρετικά δύσκολο να περιγράψεις το «Περιστέρι» ή να το κατατάξεις σε μια κατηγορία. Είναι όμως πολύ εύκολο να το κατανοήσεις, να το βιώσεις και να αφεθείς στην απόλαυσή του. Και εδώ δεν ακολουθεί κάποια σαφή αφηγηματική γραμμή (ισχυρίζεται ότι σε αυτό έχει επηρεαστεί από την «Οδύσσεια» του Ομήρου), δεν διηγείται μια ιστορία με αρχή, μέση και τέλος και ξεκάθαρους χαρακτήρες. Αντίθετα περιλαμβάνει μια ολόκληρη πινακοθήκη χαρακτήρων και στιγμών, φαινομενικά ασύνδετων μεταξύ τους που ωστόσο ενώνονται σταδιακά.

Στην πλοκή μπαινοβγαίνουν άτακτα οι Σαμ και Τζόναθαν, δυο περιπλανώμενοι πωλητές, που εμπορεύονται φτηνά, ασυνήθιστα παιχνίδια για φάρσες και πάρτι, με τα οποία θέλουν να κάνουν τους ανθρώπους χαρούμενους. Όσο αυτοί διασχίζουν τη Σουηδία, άλλοι άνθρωποι ζουν και κινούνται στην τροχιά της δικής τους, αδιάφορης ζωής, δημιουργώντας αθροιστικά ένα μωσαϊκό καταστάσεων που περιγράφει την ίδια την ανθρωπότητα και προσφέρει μπόλικο υλικό για σκέψη, γέλιο και ανησυχία.

Ανάμεσα σε αυτούς τους χαρακτήρες βρίσκουμε μια δασκάλα του φλαμένκο, περισσότερο διαχυτική από όσο θα έπρεπε με τους μαθητές της, τους θαμώνες ενός μπαρ με μακρόχρονη ιστορία και ιδιαίτερες πρακτικές πληρωμής (η κουτσή γκαρσόνα Λότε, από το Γκέτεμποργκ, σερβίρει μπύρες με αντάλλαγμα φιλιά), τον ίδιο τον βασιλιά Κάρολο τον 12ο της Σουηδίας με το στρατό του πηγαίνοντας και επιστρέφοντας από τον πόλεμο με τη Ρωσία, ένα κουρέα πρώην καπετάνιο, μία ερασιτεχνική μπάντα και πολλούς άλλους μικρότερους χαρακτήρες.

Όλοι αυτοί επιδίδονται σε συζητήσεις που πολλές φορές δεν αφορούν φαινομενικά τίποτα. Κάποιοι μιλάνε στο τηλέφωνο επαναλαμβάνοντας ο καθένας με την σειρά του την φράση «χαίρομαι που ακούω πως είσαι καλά», κάτι που δεν μοιάζει να σημαίνει τίποτα και που μετά από λίγο ακούγεται εξαιρετικά κωμικό αν όχι θλιβερό. Άλλοι εκτελούν ανάλαφρα μουσικά νούμερα, στα οποία αλλάζουν στίχους ανάλογα με την περίσταση αλλά διατηρούν πάντα την ίδια μουσική βάση και άλλοτε βυθίζονται στη σιωπή, μένοντας απλοί παρατηρητές καταστάσεων που αψηφούν την έννοια του χώρου και του χρόνου. Τα θαυμάσια αυτά αυτόνομα επεισόδια, γεμάτα στοιχεία φάρσας και σουρεαλισμού, συνδυάζουν το κοινότοπο με το πρωτόγνωρο, το συνηθισμένο με το αλλόκοτο. Αποκαλύπτουν την ομορφιά των απλών στιγμών, την ευτέλεια κάποιων άλλων, το χιούμορ και την τραγωδία, το μεγαλείο της ζωής, την απόλυτη αδυναμία της ανθρωπότητας. Και μαζί, την ακατανόητη παραδοξότητα, την αίσθηση ειρωνείας, τραγωδίας και αστείου που έχουν η ζωή και ο θάνατος.

Ο Άντερσον, με το ίδιο, όπως πάντα γλαφυρό, και ιδιότυπα κυνικό του ύφος, έφτιαξε ένα αληθινό αριστούργημα, μια πολιτική, σαρκαστική, τρυφερή, μελαγχολική και αστεία, με το δικό της σχετικά θλιμμένο τρόπο, ταινία. Ο συνδυασμός ευαισθησίας και ψυχρότητας, σκληρής θεματικής και ανάλαφρων εικόνων, χιούμορ και υποβόσκοντος δράματος παραπέμπουν στις ταινίες των Ζακ Τατί, Σάμιουελ Μπέκετ, Μόντι Πάιθον, Λουίς Μπουνιουέλ και Ίνγκμαρ Μπέργκμαν. Το «Περιστέρι» δικαίως, λοιπόν, τιμήθηκε με το Χρυσό Λιοντάρι στο Φεστιβάλ Βενετίας (2014).