Cine Δράση-Προβολή ταινίας ο Κύριος Βερντού Τετάρτη 22 Μαρτίου

2017-03-20 08:49

Ένα μνημειώδες, κλασικό και καθηλωτικό αριστούργημα που κοσμεί τις λίστες των καλύτερων ταινιών όλων των εποχών. Μια σπάνια ψυχαγωγική ταινία, που συνδυάζει νουάρ στοιχεία, κοινωνική κριτική, μαύρη σάτιρα και συγκλονιστική τραγωδία.

Πίσω από τη δημιουργία του κρύβονται δύο αληθινές ανθρώπινες ιστορίες. Η μία αφορά τον Γάλλο κατά συρροή δολοφόνο Henri Désiré Landru και η άλλη τον ίδιο τον Charles Chaplin. Ο Landru, στη διάρκεια του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου και μέχρι το1919 σκότωσε 10 γυναίκες και τον έφηβο γιο μιας από αυτές, τις οποίες αφού είχε γνωρίσει βάζοντας αγγελίες στις εφημερίδες, στη συνέχεια εξαπατούσε και αφού αποκτούσε πρόσβαση στα περιουσιακά τους στοιχεία τις σκότωνε και έκαιγε τα πτώματα τους στον φούρνο του. Χωρίς πτώματα, τα θύματα καταχωρούνταν ως αγνοούμενες, συνεπώς ήταν αδύνατο για την αστυνομία να βρει τι ακριβώς τους είχε συμβεί.

Η κατάσταση περιπλεκόταν περισσότερο από τις μεθόδους του δολοφόνου, που χρησιμοποιούσε μια μεγάλη ποικιλία ψευδωνύμων στις απάτες του και για να μην μπερδεύεται κρατούσε βιβλίο όπου κατέγραφε την ταυτότητα με την οποία επικοινωνούσε με κάθε ένα συγκεκριμένο θύμα του. Το 1919 η επιμονή της αδελφής ενός από τα θύματα να βρει την εξαφανισμένη οδήγησε την αστυνομία στα ίχνη του και την αποκάλυψή του. Ο δολοφόνος το 1921 δικάστηκε για τους 11 φόνους και την εξαπάτηση άλλων 300 γυναικών, κρίθηκε ένοχος για όλες τις κατηγορίες και καταδικάστηκε σε θάνατο δια αποκεφαλισμού.

Μια τέτοια ιστορία δεν μπορούσε παρά να εμπνεύσει τον κινηματογράφο και γυρίστηκε πολλές φορές ταινία. Η πλέον επιτυχημένη από αυτές είναι πανθομολογουμένως η ταινία του Chaplin, «Monsieur Verdoux» (1947). Η αρχική ιδέα του σεναρίου ανήκει στο δαιμόνιο παιδί του Χόλυγουντ Orson Welles, που ζήτησε από Chaplin να υποδυθεί τον Landru. Αλλά αυτός, καθώς ήταν τελειομανής και ήθελε να παίζει μόνο σε δικές του ταινίες, αγόρασε το σενάριο από τον Welles (του οποίου το όνομα μνημονεύεται μόνον στους τίτλους αρχής) και την γύρισε ο ίδιος τροποποιώντας λίγο το θέμα.

Έτσι το φιλμ διηγείται την ιστορία του Verdoux, ενός μέσου ανθρωπάκου, φιλήσυχου τραπεζίτη, που παρόλη την πίστη του στην επιχείρηση, την τιμιότητα και την ικανότητα στη δουλειά απολύεται μετά από 30 χρόνια απασχόλησης. Χωρίς πόρους, θα ψάξει απεγνωσμένα να βρει τρόπο να εξασφαλίσει στην οικογένεια του το επίπεδο ζωής που είχε όσο αυτός δούλευε. Όταν οι νόμιμοι δρόμοι εξαντλούνται στρέφεται στην παρανομία, οργανώνοντας ένα ευφυέστατο σχέδιο μέσω του οποίου γνωρίζει εύπορες χήρες, τις οποίες παντρεύεται και στη συνέχεια δολοφονεί και κληρονομεί.

Ο Τσάπλιν σκηνοθετεί την ταινία 3 χρόνια μετά τη λήξη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, μέσα σε ένα έντονα αρνητικό κλίμα σε βάρος του και ενώ διάφοροι συντηρητικοί πολιτικοί ζητούν την απέλασή του (είχε γεννηθεί στην Αγγλία). Ο ίδιος έχει καταλήξει στο απαισιόδοξο συμπέρασμα ότι τίποτα στην ανθρωπότητα δεν πρόκειται να αλλάξει ουσιαστικά προς το καλύτερο.

Εκ του αποτελέσματος προκύπτει ότι είχε απόλυτο δίκιο. Οι ισχυροί του κόσμου έγιναν ισχυρότεροι σε πλούτο και δύναμη, εκμεταλλευόμενοι όλο και σκληρότερα τους εργαζόμενους που αγωνίζονται, όσο αγωνίζονται για μια καλύτερη, ανέφικτη όμως, ζωή. Οι πολεμικές βιομηχανίες συνεχίζουν την παραγωγή όπλων μαζικής καταστροφής, το στρατιωτικο-βιομηχανικό σύμπλεγμα, το τραπεζικό και χρηματιστηριακό κεφάλαιο εξακολουθούν να είναι οι πραγματικοί κυβερνήτες του κόσμου. Έτσι με αφορμή την ιστορία αυτού του Κυανοπώγωνα, ασκεί σκληρότατη κριτική στην πολιτική των ΗΠΑ. Ο ίδιος ο Verdoux πιστεύει ότι για τα εγκλήματα του έχει μια πολύ καλή δικαιολογία: πρέπει να δολοφονεί για να επιβιώνει. Όπως λέει στο δικαστήριο «Καταδικάζετε εμένα ενώ εσείς έχετε σκοτώσει χιλιάδες ανθρώπους με τα όπλα μαζικής καταστροφής, μπροστά σε σας είμαι ένας ερασιτέχνης» ή «Ένας φόνος κάνει κάποιον κακοποιό, ενώ εκατομμύρια φόνοι σε αναγάγουν σε ήρωα. Οι αριθμοί αγιοποιούν!».

Αλλά βρισκόμαστε στην αρχή της εποχής του Ψυχρού Πολέμου. Η Αμερική δεν είναι διατεθειμένη να δεχτεί κανενός είδους κριτική για την πολιτική της. Αντίθετα μέσω της Επιτροπής Αντιαμερικανικών Υποθέσεων του γερουσιαστή Μακάρθι, όποιος αρθρώνει κριτικό λόγο ή έστω έχει αρνητικές σκέψεις κατηγορείται ως εχθρός του έθνους, χαρακτηρίζεται ως κομμουνιστής, συνοδοιπόρος και πράκτορας της Μόσχας και όταν δεν καταδικάζεται ως προδότης σε θάνατο (ζεύγος Ρόζενμπεργκ), μπαίνει στη Μαύρη Λίστα, καταδιώκεται, χάνει δουλειά, φίλους, οικογένεια κοκ.

Οι εφημερίδες και οι κριτικοί πλήρως ταυτισμένοι με την κυρίαρχη πολιτική, τρομαγμένοι μπροστά στην αναρχική εκδοχή του Βερντού που δημιουργεί ο Τσάπλιν, γράφουν καταδικαστικές κριτικές, μια μάλιστα αποκαλεί το φιλμ «προσβολή της ευφυΐας». Ιδιοκτήτες κινηματογραφικών αιθουσών πιέζονται να μην την προβάλλουν και έτσι εξελίσσεται σε παταγώδη εμπορική αποτυχία.

Σύμφωνα με τον Βασίλη Ραφαηλίδη «...ο κ.Βερντού είναι ένας Σαρλώ μεταμφιεσμένος: Ο τύπος του αλήτη Σαρλώ δεν είναι παρά το σύμβολο του μονίμως εξεγερμένου νοσταλγού μιας λευτεριάς χωρίς όρια, το άψογο μοντέλο του εκτός Νόμου που, ωστόσο, καταφέρνει πάντα και επιβιώνει χάρις σ’ έναν εγωισμό τροφοδοτούμενο από το ένστικτό της με κάθε τρόπο επιβίωσης, κι έναν απεριόριστο κυνισμό που τον βοηθάει να υπερπηδάει τα φράγματα που στήνουν στη ζωή οι πονηροί ηθικολόγοι». Και συνεχίζει: «Αυτό που λιγότερο απασχολεί εδώ τον Τσάπλιν... δεν είναι ο μεμψίμοιρος κλαυθμυρισμός του ηθικολόγου ή οι περίτεχνες πιρουέτες του ψυχαναλυτή, αλλά η πέρα και πάνω κι απ’ την ηθική κι απ’ την ψυχολογία κατάδειξη της λογικής του εγκλήματος (όχι του εγκληματία): Η εντιμότητα δεν είναι παραγωγική και οι νόμοι της συσσώρευσης του κεφαλαίου απέχουν έτη φωτός και απ’ την ηθική και απ’ την ψυχολογία. Το αν, για να πετύχει κανείς τη συσσώρευση σκοτώνει αργά (κεφαλαιούχοι) ή γρήγορα (δολοφόνοι) είναι, απλούστατα, θέμα ποσοτικής κλιμάκωσης και καθόλου ποιοτικής διαβάθμισης. Και οι δυο (κεφαλαιούχος και δολοφόνος) είναι το ίδιο εγκληματίες. Ωστόσο, το «νόμιμο»έγκλημα προτείνεται σαν «ιδανικό» και δοξολογείται σ’ όλους τους τόνους ενώ για το «παράνομο» οι αγχόνες είναι μόνιμα στημένες.»

Με αυτή την ταινία ο Τσάπλιν αναποδογυρίζει ολόκληρο τον κόσμο του γελωτοποιού, αλητάκου Σαρλώ που τον είχε κάνει αγαπητό στην Αμερική και αστραπιαία από μάγος γίνεται απόβλητος. Το 1952, ταξιδεύοντας προς το Λονδίνο το Υπουργείο Δικαιοσύνης των ΗΠΑ του αφαιρεί τη βίζα, στερώντας του το δικαίωμα επιστροφής. Έκτοτε ζει μέχρι το θάνατο του (1977) στην Ελβετία. Δεν επιστρέφει στις ΗΠΑ παρά μόνον για ελάχιστο το 1972, για να παραλάβει το τιμητικό Όσκαρ για τη συνολική προσφορά του στον κινηματογράφο.

Η ταινία ξαναπροβλήθηκε μόλις το 1964, γνώρισε τεράστια επιτυχία και σταδιακά πήρε τη θέση της στην ιστορία του σινεμά ως «η κατ΄ εξοχήν τραγωδία του αιώνα μας» και η κορυφή του συνόλου του έργου του Chaplin. Παραμένει ακόμα και σήμερα επίκαιρη, γεγονός που οφείλεται όχι τόσο στην προνοητική πολιτική της τοποθέτηση, όσο στην αντιηρωική της στάση.

Ο σκηνοθέτης στην ερμηνεία του, σαν δολοπλόκος και φιλόσοφος δολοφόνος, είναι εξαιρετικός, το ίδιο και οι ηθοποιοί που τον πλαισιώνουν, διαμορφώνοντας ένα υπέροχο αποτέλεσμα, με πνευματώδεις διάλογους.

Το φιλμ προτάθηκε για Όσκαρ πρωτότυπου σεναρίου. Κέρδισε τη Γαλάζια Κορδέλα Καλύτερης Ξενόγλωσσης Ταινίας (Τόκιο, 1953), το Βραβείο καλύτερης Ταινίας και Σκηνοθεσίας Bodil (Δανία, 1949) και το Βραβείο Καλύτερης Ταινίας από το National Bord of Reveur.

ΗΠΑ, 1947. Διάρκεια: 124΄. Σκηνοθεσία: Charles Chaplin. Σενάριο: Charles Chaplin, βασισμένο σε μια ιδέα του Orson Welles. Πρωταγωνιστούν: Charles Chaplin, Mady Correll, Allison Roddan.