Στου λιονταριού την αγκαλιά-Του Δημοσθένη Μπούκη

2014-06-16 19:45

 

Ήταν απομεσήμερο χειμώνας και θυμάμαι,

που αγκαλιά καθόμαστε στου λιμανιού την άκρη.

Πίσω μας ένας λέοντας μαρμάρινος, πελώριος,

με δυσκολία κράταγε στα μάτια του ένα δάκρυ.

 

Τα πλοία έπλεαν αργά στο έμπα και στο έβγα.

Καμαρωτά εσκίζανε τα ήρεμα νερά.

Μα κάτι απροσδιόριστο επάνω στο σκαρί τους…

Σαν του «αντίο» τα φιλιά: γλυκά μα και πικρά.

 

Δύο καφέδες αχνιστοί επάνω στο τραπέζι.

Χέρια ιδρωμένα, σύμπηκτα, αλλοκοτοπλεγμένα.

Τα μάτια να κοιτούν βαθιά τα μάτια και να λένε

λόγια βουβά, αγάπη μου, κι ερωτοχτυπημένα.

 

Σαν έγειρες το σώμα σου στην αγκαλιά μου επάνω

κι αγνάντευες τη θάλασσα, τον ντόκο και το φάρο,

μια ζεστασιά με σκέπασε, γλύκανε η καρδιά μου

και δεν με νοιάζει τίποτα, ούτε φιλί απ’ τον Χάρο.

………………………………………………………..

Τώρα ο λέων μόνος του τα βράδια σιγοκλαίει

θωρεί τα πλοία που περνούν και φεύγουνε και πάνε.

Ο φάρος και η θάλασσα, ο ντόκος, το λιμάνι

πολλά θα θέλανε να πουν… Σιωπούν και  δεν μιλάνε.

 

Δημοσθένης Μπούκης του Γιάννη